κιγκλίς: Difference between revisions
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
(13_6a) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1436.png Seite 1436]] ίδος, ἡ, Gitter, Umgitterung, Einschluß, cancelli; τὸν νεκρὸν εἰς [[μέσον]] ἑλκύσαντες καὶ περιβαλόντες κιγκλίδα Plut. Galb. 14; vom Gefängniß, Luc. 20; bes. in Athen die Schranken um die Rathsversammlung, Ar. Vesp. 124 Equ. 641; ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατράβων, zu einen Hause gehörend, Luc. merc. cond. 21; – auch κιγκλίδες διαλεκτικαί, dialectische Spitzfindigkeiten, hinter denen man sich wie hinter einem Gitter versteckt, vgl. Hemsterh. zu Poll. 8, 124; [[ῥητορεία]] κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος Plut. de sol. anim. 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1436.png Seite 1436]] ίδος, ἡ, Gitter, Umgitterung, Einschluß, cancelli; τὸν νεκρὸν εἰς [[μέσον]] ἑλκύσαντες καὶ περιβαλόντες κιγκλίδα Plut. Galb. 14; vom Gefängniß, Luc. 20; bes. in Athen die Schranken um die Rathsversammlung, Ar. Vesp. 124 Equ. 641; ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατράβων, zu einen Hause gehörend, Luc. merc. cond. 21; – auch κιγκλίδες διαλεκτικαί, dialectische Spitzfindigkeiten, hinter denen man sich wie hinter einem Gitter versteckt, vgl. Hemsterh. zu Poll. 8, 124; [[ῥητορεία]] κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος Plut. de sol. anim. 23. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κιγκλίς''': -ίδος, ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιγκλίδες, ἡ κιγκλιδωτὴ [[πύλη]] τοῦ δικαστηρίου ἢ τοῦ βουλευτηρίου, δι’ ἧς οἱ δικασταὶ ἢ βουλευταὶ εἰσήρχοντο [[ὅπως]] διέλθωσι διὰ τῶν δρυφάκτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 641, Σφ. 124· μεταφ., [[ῥητορεία]] κιγκλίδων ἐπιδέουσα, ἔχουσα χρείαν τῆς ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἢ τῷ βουλευτηρίῳ ἀσκήσεως, Πλούτ. 2. 975C· ἐπὶ εἱρκτῆς, σχοινισμοὶ καὶ κιγκλίδες ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 20, δεσμεύσεις καὶ καθείρξεις, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβειν, διαμένειν ἐντὸς τοῦ δικαστηρίου, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 21· ― μεταφ., αἱ διαλεκτικαὶ κιγκλίδες, λογικὰ σοφίσματα [[ὄπισθεν]] τῶν ὁποίων ὀχυροῦταί τις, Ἰουλιαν. 330C, πρβλ. Πλούτ. 2. 975C. 2) κιγκλιδωτὴ [[πύλη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 481. ΙΙ. μεταγεν., = δρύφακτοι, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 68· καὶ ἐν τῷ ἑνικ., ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 14. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, mostly in pl. κιγκλίδες,
A latticed gates in the δικαστήριον or βουλευτήριον, by which the δικασταί or βουλευταί were admitted to pass through the δρύφακτοι or bar, Ar.Eq.641, V.124: metaph., ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος requiring the practice of the bar and the assembly, Plu.2.975c: sg., Lib.Or.12.38; ἐντὸς τῆς κ. διατρίβειν live in court, Luc.Merc.Cond.21; αἱ διαλεκτικαὶ κ. logical quibbles, behind which one ensconces oneself, Jul.Caes. 330c. 2 any latticed gates, IG22.1668.65 (sg.), 3.162 pl.). II later, = δρύφακτοι, Plu.Caes.68: sg., Id.Galb.14. III prob. = Lat. fidiculae, an instrument of torture, Id.Luc.20.
German (Pape)
[Seite 1436] ίδος, ἡ, Gitter, Umgitterung, Einschluß, cancelli; τὸν νεκρὸν εἰς μέσον ἑλκύσαντες καὶ περιβαλόντες κιγκλίδα Plut. Galb. 14; vom Gefängniß, Luc. 20; bes. in Athen die Schranken um die Rathsversammlung, Ar. Vesp. 124 Equ. 641; ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατράβων, zu einen Hause gehörend, Luc. merc. cond. 21; – auch κιγκλίδες διαλεκτικαί, dialectische Spitzfindigkeiten, hinter denen man sich wie hinter einem Gitter versteckt, vgl. Hemsterh. zu Poll. 8, 124; ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος Plut. de sol. anim. 23.
Greek (Liddell-Scott)
κιγκλίς: -ίδος, ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιγκλίδες, ἡ κιγκλιδωτὴ πύλη τοῦ δικαστηρίου ἢ τοῦ βουλευτηρίου, δι’ ἧς οἱ δικασταὶ ἢ βουλευταὶ εἰσήρχοντο ὅπως διέλθωσι διὰ τῶν δρυφάκτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 641, Σφ. 124· μεταφ., ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα, ἔχουσα χρείαν τῆς ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἢ τῷ βουλευτηρίῳ ἀσκήσεως, Πλούτ. 2. 975C· ἐπὶ εἱρκτῆς, σχοινισμοὶ καὶ κιγκλίδες ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 20, δεσμεύσεις καὶ καθείρξεις, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβειν, διαμένειν ἐντὸς τοῦ δικαστηρίου, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 21· ― μεταφ., αἱ διαλεκτικαὶ κιγκλίδες, λογικὰ σοφίσματα ὄπισθεν τῶν ὁποίων ὀχυροῦταί τις, Ἰουλιαν. 330C, πρβλ. Πλούτ. 2. 975C. 2) κιγκλιδωτὴ πύλη, Συλλ. Ἐπιγρ. 481. ΙΙ. μεταγεν., = δρύφακτοι, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 68· καὶ ἐν τῷ ἑνικ., ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 14.