λιμός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(8)
 
(6_19)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=limo/s
|Beta Code=limo/s
|Definition=οῦ<b class="b3">, ὁ</b> (Dor. ἡ, acc. to Phryn.164, used by the Megarian in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>743</span>, cf. <span class="bibl">Herod.2.17</span>, <span class="bibl">Bion <span class="title">Fr.</span>14.4</span>; <b class="b3">Λ. ἔχων γυναικὸς μορφήν</b> Callisth. ap. <span class="bibl">Ath.10.452b</span>; also <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>311</span>, Call.<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Fr.anon</b>.<span class="bibl">43</span>, <span class="bibl">Plb.1.84.9</span>, <span class="title">AP</span>9.89 (Phil.), <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>15.14</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>11.28</span>):—<b class="b2">hunger, famine</b>, δίψα τε καὶ λ. <span class="bibl">Il.19.166</span>; λιμῷ θανέειν <span class="bibl">Od.12.342</span>; λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>243</span>, cf. <span class="bibl">Th.2.54</span>; λ. αἰανής <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.49</span>; λιμῷ συνεστεῶτας <span class="bibl">Hdt. 7.170</span>; σκότῳ λ. ξύνοικος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1642</span>; δείπνου προφήτην λιμόν <span class="bibl">Antiph. 217.23</span>; ἅπανθ' ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὑτοῦ ποιεῖ <span class="bibl">Id.293</span>; ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον <span class="bibl">Id.86.6</span>: prov., <b class="b3">ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ</b>, referring to the siege of Melos, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>186</span>: metaph., ἤδη γὰρ εἶδον . . λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span> 371</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">a hungry wretch</b>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Kol.</span>78</span>, <span class="bibl">Posidipp.26.12</span>, <span class="bibl">Eust. 1828.6</span>.</span>
|Definition=οῦ<b class="b3">, ὁ</b> (Dor. ἡ, acc. to Phryn.164, used by the Megarian in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>743</span>, cf. <span class="bibl">Herod.2.17</span>, <span class="bibl">Bion <span class="title">Fr.</span>14.4</span>; <b class="b3">Λ. ἔχων γυναικὸς μορφήν</b> Callisth. ap. <span class="bibl">Ath.10.452b</span>; also <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>311</span>, Call.<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Fr.anon</b>.<span class="bibl">43</span>, <span class="bibl">Plb.1.84.9</span>, <span class="title">AP</span>9.89 (Phil.), <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>15.14</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>11.28</span>):—<b class="b2">hunger, famine</b>, δίψα τε καὶ λ. <span class="bibl">Il.19.166</span>; λιμῷ θανέειν <span class="bibl">Od.12.342</span>; λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>243</span>, cf. <span class="bibl">Th.2.54</span>; λ. αἰανής <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.49</span>; λιμῷ συνεστεῶτας <span class="bibl">Hdt. 7.170</span>; σκότῳ λ. ξύνοικος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1642</span>; δείπνου προφήτην λιμόν <span class="bibl">Antiph. 217.23</span>; ἅπανθ' ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὑτοῦ ποιεῖ <span class="bibl">Id.293</span>; ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον <span class="bibl">Id.86.6</span>: prov., <b class="b3">ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ</b>, referring to the siege of Melos, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>186</span>: metaph., ἤδη γὰρ εἶδον . . λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span> 371</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">a hungry wretch</b>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Kol.</span>78</span>, <span class="bibl">Posidipp.26.12</span>, <span class="bibl">Eust. 1828.6</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''λῑμός''': -οῦ, ὁ, (τὸ θηλ. ἡ λιμὸς λέγεται Δωρ. παρὰ τοῖς Γραμμ., καὶ οὕτω μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὁ Μεγαρεὺς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 743, Βίων 6. 4· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 313, Καλλ. Ἀποσπ. 490, Πολύβ. 1. 84, 9, καὶ Ἀνθ., πρβλ. Λοβεκ. Φρύνικ. 188, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19 καὶ Πίνακα)· - [[πεῖνα]], [[ἔλλειψις]] τροφῆς, [[δίψα]] τε καὶ λιμὸς Ἰλ. Τ. 166· λιμῷ θανέειν Ὀδ. Μ. 342· λιμὸν [[ὁμοῦ]] καὶ λοιμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241, πρβλ. Θουκ. 2. 54· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ., καὶ Ἀττ.· σκότῳ... λ. ξύνοικος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642· δείπνου προφήτην λιμὸν Ἀντιφάν ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23· ἅπανθ’ ὁ λ. γλυκέα πλὴν [[αὐτοῦ]] ποιεῖ ὁ αὐτ. παρὰ Meineke Κωμ. Ἀποσπ. σ. 80· ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας [[φάρμακον]] ὁ αὐτ. ἐν «Διπλασίοις» 2˙ - παροιμ., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιορκίαν τῆς Μήλου (Θουκ. 5. 114 ἑξ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 186˙ - μεταφορ., ἤδη γὰρ εἶδον... λιμόν τ’ ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι Εὐρ. Ἠλ. 371. ΙΙ. [[πειναλέος]] [[ἄνθρωπος]], «πεινασμένος», «λιμασμένος», Ποσείδιππ. ἐν «Χορεύουσαις» 1. 12, πρβλ. Εὐστ. 1828. 6. (Ἴσως ἀντὶ λιφμός, ἰσχυρὸς [[πόθος]], ἐπιθυμία σφοδρά, ἐκ τῆς √ΛΙΦ, λίπτομαι). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 101-102.
}}
}}

Revision as of 09:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμός Medium diacritics: λιμός Low diacritics: λιμός Capitals: ΛΙΜΟΣ
Transliteration A: limós Transliteration B: limos Transliteration C: limos Beta Code: limo/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ (Dor. ἡ, acc. to Phryn.164, used by the Megarian in Ar.Ach.743, cf. Herod.2.17, Bion Fr.14.4; Λ. ἔχων γυναικὸς μορφήν Callisth. ap. Ath.10.452b; also h.Cer.311, Call.

   A Fr.anon.43, Plb.1.84.9, AP9.89 (Phil.), Ev.Luc.15.14, Act.Ap.11.28):—hunger, famine, δίψα τε καὶ λ. Il.19.166; λιμῷ θανέειν Od.12.342; λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν Hes.Op.243, cf. Th.2.54; λ. αἰανής Pi.I.1.49; λιμῷ συνεστεῶτας Hdt. 7.170; σκότῳ λ. ξύνοικος A.Ag.1642; δείπνου προφήτην λιμόν Antiph. 217.23; ἅπανθ' ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὑτοῦ ποιεῖ Id.293; ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον Id.86.6: prov., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, referring to the siege of Melos, Ar.Av.186: metaph., ἤδη γὰρ εἶδον . . λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι E.El. 371.    II a hungry wretch, Men.Kol.78, Posidipp.26.12, Eust. 1828.6.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμός: -οῦ, ὁ, (τὸ θηλ. ἡ λιμὸς λέγεται Δωρ. παρὰ τοῖς Γραμμ., καὶ οὕτω μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὁ Μεγαρεὺς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 743, Βίων 6. 4· ἀλλ’ ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 313, Καλλ. Ἀποσπ. 490, Πολύβ. 1. 84, 9, καὶ Ἀνθ., πρβλ. Λοβεκ. Φρύνικ. 188, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19 καὶ Πίνακα)· - πεῖνα, ἔλλειψις τροφῆς, δίψα τε καὶ λιμὸς Ἰλ. Τ. 166· λιμῷ θανέειν Ὀδ. Μ. 342· λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241, πρβλ. Θουκ. 2. 54· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ., καὶ Ἀττ.· σκότῳ... λ. ξύνοικος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642· δείπνου προφήτην λιμὸν Ἀντιφάν ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23· ἅπανθ’ ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὐτοῦ ποιεῖ ὁ αὐτ. παρὰ Meineke Κωμ. Ἀποσπ. σ. 80· ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον ὁ αὐτ. ἐν «Διπλασίοις» 2˙ - παροιμ., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιορκίαν τῆς Μήλου (Θουκ. 5. 114 ἑξ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 186˙ - μεταφορ., ἤδη γὰρ εἶδον... λιμόν τ’ ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι Εὐρ. Ἠλ. 371. ΙΙ. πειναλέος ἄνθρωπος, «πεινασμένος», «λιμασμένος», Ποσείδιππ. ἐν «Χορεύουσαις» 1. 12, πρβλ. Εὐστ. 1828. 6. (Ἴσως ἀντὶ λιφμός, ἰσχυρὸς πόθος, ἐπιθυμία σφοδρά, ἐκ τῆς √ΛΙΦ, λίπτομαι). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 101-102.