ὑπνόω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(13_4) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1207.png Seite 1207]] einschläfern, u. intr., einschlafen; Eur. Cycl. 453; νήγρετον ὑπνώσας Add. 5 (VII, 305); Callim. 15 (V, 23); Luc. V. H. 1, 29. – Der inf. ὑπνῶν Ar. Lys. 143. – Bei Her. 1, 11. 3, 69 im pass. in ders. Bdtg. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1207.png Seite 1207]] einschläfern, u. intr., einschlafen; Eur. Cycl. 453; νήγρετον ὑπνώσας Add. 5 (VII, 305); Callim. 15 (V, 23); Luc. V. H. 1, 29. – Der inf. ὑπνῶν Ar. Lys. 143. – Bei Her. 1, 11. 3, 69 im pass. in ders. Bdtg. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπνόω''': μέλλ. -ώσω, Νικ. Θηρ. 127, Γεωπον.: ἀόρ. ὕπνωσα (ἴδε ὑπνώσω) Πολύβ. 3. 81, 5, Πλούτ., κλπ.: πρκμ. ὕπνωκα Πλούτ. 2. 236Β, (καθ-) Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 9, 3. - Μέσ. μέλλ. ὑπνώσομαι Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., πρκμ. μετοχ. ὑπνωμένος Ἡρόδ. 1. 11., 3. 69. Ἀποκοιμίζω, «ταύτης (δηλ. τῆς μήκωνος) τὰ κεφάλαια [[πέντε]] ἢ ἓξ μετ’ οἴνου ἑψήσας, πότιζε οὓς ἂν βούλει ὑπνῶσαι» Διοσκ. 4. 64· [[πίπτω]] εἰς [[ὕπνον]], ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ μέσ., Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ παθ., Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1066, 1213Α, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρ. 1. 3, Fr. 12· Λακων. ἀπαρ. ὑπνῶν, ἀντὶ -οῦν, Ἀριστ. Λυσ. 143· πρβλ. [[ὑπνώω]]. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 533. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:43, 5 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ώσω Gp.18.14.3: aor. ὕπνωσα Hp.Epid.3.1.γ, Plb.3.81.5, LXXSi.46.20, J.AJ1.12.1, Plu.Alex.76, etc.: pf. ὕπνωκα Id.2.236b, (καθ-) J.AJ5.9.3:—Med., fut. ὑπνώσομαι ibid.:—Pass., pf. part. ὑπνωμένος Hdt.1.11, 3.69: aor. ὑπνώθην Plu.2.313a:—put to sleep, only in Dsc.4.63:—Pass., fall asleep, sleep, Hdt. ll.cc.:—so in Med., J.l.c. II intr., like Pass., Hp.Epid.3.1.γ, 7.11 (ὑπνώσσουσα Littré, with cod. C), Arist.Somn.Vig.454a2, Fr.10, J.AJ1.12.1; Lacon. inf. ὑπνῶν, for -οῦν, Ar.Lys.143. III die, LXX l.c. (Cf. ὑπνώω.)
German (Pape)
[Seite 1207] einschläfern, u. intr., einschlafen; Eur. Cycl. 453; νήγρετον ὑπνώσας Add. 5 (VII, 305); Callim. 15 (V, 23); Luc. V. H. 1, 29. – Der inf. ὑπνῶν Ar. Lys. 143. – Bei Her. 1, 11. 3, 69 im pass. in ders. Bdtg.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνόω: μέλλ. -ώσω, Νικ. Θηρ. 127, Γεωπον.: ἀόρ. ὕπνωσα (ἴδε ὑπνώσω) Πολύβ. 3. 81, 5, Πλούτ., κλπ.: πρκμ. ὕπνωκα Πλούτ. 2. 236Β, (καθ-) Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 9, 3. - Μέσ. μέλλ. ὑπνώσομαι Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., πρκμ. μετοχ. ὑπνωμένος Ἡρόδ. 1. 11., 3. 69. Ἀποκοιμίζω, «ταύτης (δηλ. τῆς μήκωνος) τὰ κεφάλαια πέντε ἢ ἓξ μετ’ οἴνου ἑψήσας, πότιζε οὓς ἂν βούλει ὑπνῶσαι» Διοσκ. 4. 64· πίπτω εἰς ὕπνον, ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ μέσ., Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ παθ., Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1066, 1213Α, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρ. 1. 3, Fr. 12· Λακων. ἀπαρ. ὑπνῶν, ἀντὶ -οῦν, Ἀριστ. Λυσ. 143· πρβλ. ὑπνώω. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 533.