κεγχρίας: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(13_3)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1410.png Seite 1410]] ὁ, wie ein Hirsekorn; – a) [[ἕρπης]], ein Hautausschlag, der wie Hirsekörner aussieht, Galen. – b) eine Schlangenart, vgl. [[κεγχρίς]], [[κεγχριδίας]], κεγχράνης.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1410.png Seite 1410]] ὁ, wie ein Hirsekorn; – a) [[ἕρπης]], ein Hautausschlag, der wie Hirsekörner aussieht, Galen. – b) eine Schlangenart, vgl. [[κεγχρίς]], [[κεγχριδίας]], κεγχράνης.
}}
{{ls
|lstext='''κεγχρίας''': -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς κόκκον κέγχρου, κ. [[ἕρπης]], ἐξάνθημά τι ἐπὶ τοῦ δέρματος, Γαλην. ΙΙ. [[ὄφις]] ἐχων ἐξογκώματα ἐπὶ τοῦ δέρματος ὅμοια πρὸς κέγχρον, [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν ἀμμοδύτην, Ἀέτ.· καλούμενος κεγχριδίας ἐν Διοσκ. Θηρ. 32· [[κέγχρος]], [[αὐτόθι]] 15· κεγχρίνης, Νικ. Θηρ. 463, Λυκόφρ. 912, Παῦλ. Αἰγ.· [[κεγχρίτης]], Ἀέτ. (;)· cenhcris, Lucan. 9. 712. ΙΙΙ. παρὰ [[Πολυδ]]. Α΄, 248, κεγχριδίας καὶ [[κεγχρίας]], [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ [[καχρυδίας]].
}}
}}

Revision as of 09:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρίας Medium diacritics: κεγχρίας Low diacritics: κεγχρίας Capitals: ΚΕΓΧΡΙΑΣ
Transliteration A: kenchrías Transliteration B: kenchrias Transliteration C: kegchrias Beta Code: kegxri/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A like grains of millet. κ. ἕρπης an eruption on the skin, Gal.7.722, 10.1009.    II serpent with millet-like protuberances on the skin, Philum.Ven.22.1:—alsoκεγχρ-ιδίας, Dsc.Ther.32; cf. κέγχρος 111:

German (Pape)

[Seite 1410] ὁ, wie ein Hirsekorn; – a) ἕρπης, ein Hautausschlag, der wie Hirsekörner aussieht, Galen. – b) eine Schlangenart, vgl. κεγχρίς, κεγχριδίας, κεγχράνης.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρίας: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς κόκκον κέγχρου, κ. ἕρπης, ἐξάνθημά τι ἐπὶ τοῦ δέρματος, Γαλην. ΙΙ. ὄφις ἐχων ἐξογκώματα ἐπὶ τοῦ δέρματος ὅμοια πρὸς κέγχρον, ὅμοιος πρὸς τὸν ἀμμοδύτην, Ἀέτ.· καλούμενος κεγχριδίας ἐν Διοσκ. Θηρ. 32· κέγχρος, αὐτόθι 15· κεγχρίνης, Νικ. Θηρ. 463, Λυκόφρ. 912, Παῦλ. Αἰγ.· κεγχρίτης, Ἀέτ. (;)· cenhcris, Lucan. 9. 712. ΙΙΙ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 248, κεγχριδίας καὶ κεγχρίας, εἶναι ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ καχρυδίας.