ὁρκίζω: Difference between revisions

From LSJ
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] = [[ὁρκόω]], Einen schwören lassen, vereidigen, τινά, von den Atticisten verworfen, findet sich aber Xen. Symp. 4, 10, Dem. 18, 30. 23, 172; Pol. 16, 31, u. bei Folgdn häufig (s. die Beispiele, welche Lob. Phryn. 361 anführt), die auch [[ὁρκίζω]] τι sagen, Etwas beschwören.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] = [[ὁρκόω]], Einen schwören lassen, vereidigen, τινά, von den Atticisten verworfen, findet sich aber Xen. Symp. 4, 10, Dem. 18, 30. 23, 172; Pol. 16, 31, u. bei Folgdn häufig (s. die Beispiele, welche Lob. Phryn. 361 anführt), die auch [[ὁρκίζω]] τι sagen, Etwas beschwören.
}}
{{ls
|lstext='''ὁρκίζω''': Δωρ. μελλ. ὁρκιξέω Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 13. Ὡς τὸ [[ὁρκόω]], (ἐν χρήσει μετ’ [[αὐτοῦ]] ἐν Δημ. 430. 21, 23) ὡς καὶ νῦν, βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, τινά˙ ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. ἐν τῷ Συμπ. 4, 10, Δημ. 235 ἐν τέλ., ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 678. 5˙ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 361˙ ὁρκ. τινὰ ἐφ’ ᾧ ... Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 25˙ [[ὁρκίζω]] σε τὸν Θεόν, σὲ [[ὁρκίζω]] ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ …, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 5. 7˙ - Παθ., ὁρκίζομαι, ὡρκισμέναι νόμῳ ἰητρικῷ Ἱππ. Ὅρκ., πρβλ. Πολύβ. 38. 5, 5.
}}
}}

Revision as of 09:45, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκίζω Medium diacritics: ὁρκίζω Low diacritics: ορκίζω Capitals: ΟΡΚΙΖΩ
Transliteration A: horkízō Transliteration B: horkizō Transliteration C: orkizo Beta Code: o(rki/zw

English (LSJ)

Dor. fut.

   A ὁρκιξέω IG 22.1126.13 (Delph.) :—like ὁρκόω (used with it in D.19.278), make one swear, administer an oath to a person, τινα; rejected by Phryn.338, but found in X.Smp.4.10, D.18.30,19.278,23.172, Arist.Fr.149,PCair.Zen.254.2 (iii B. C.) ; ὁ. ἐφ' ᾧ ἔσται SIG684.25 (Dyme, ii B. C.) : c. dupl. acc., ὁ. τινὰς ὅρκον IG9(2).1109.52 (Thess., ii/i B.C.), 5(1).1390.1 (Andania, i B. C.); ὁ. τινά, c. inf., LXXNe.5.12 ; adjure, δαίμονας, c. inf., PMag.Par.1.345 ; ὁ. τινὰ κατὰ τοῦ Θεοῦ LXX 2 Ch.36.13, cf. PMag.Par.1.289, PMag.Lond.121.242 ; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν Ev.Marc.5.7, cf. PMag.Par.1.3045 ; οὐρανὸν ὁρκίζω σε Orph.Fr.299 ; ὁ. σε τοῖς Μήδων καὶ Περσῶν δόγμασιν ἵνα . . LXXDa.6.13:—Pass., to be sworn, ὡρκισμένοι νόμῳ ἰητρικῷ Hp.Jusj., cf. Plb.38.13.5.

German (Pape)

[Seite 378] = ὁρκόω, Einen schwören lassen, vereidigen, τινά, von den Atticisten verworfen, findet sich aber Xen. Symp. 4, 10, Dem. 18, 30. 23, 172; Pol. 16, 31, u. bei Folgdn häufig (s. die Beispiele, welche Lob. Phryn. 361 anführt), die auch ὁρκίζω τι sagen, Etwas beschwören.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκίζω: Δωρ. μελλ. ὁρκιξέω Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 13. Ὡς τὸ ὁρκόω, (ἐν χρήσει μετ’ αὐτοῦ ἐν Δημ. 430. 21, 23) ὡς καὶ νῦν, βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, τινά˙ ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. ἐν τῷ Συμπ. 4, 10, Δημ. 235 ἐν τέλ., ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 678. 5˙ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 361˙ ὁρκ. τινὰ ἐφ’ ᾧ ... Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 25˙ ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, σὲ ὁρκίζω ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ …, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 5. 7˙ - Παθ., ὁρκίζομαι, ὡρκισμέναι νόμῳ ἰητρικῷ Ἱππ. Ὅρκ., πρβλ. Πολύβ. 38. 5, 5.