ἀμβλωθρίδιον: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(c2)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0118.png Seite 118]] τό, Fehlgeburt, Harpocr.; sc. [[φάρμακον]], Abtreibungsmittel, Medic. Davon
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0118.png Seite 118]] τό, Fehlgeburt, Harpocr.; sc. [[φάρμακον]], Abtreibungsmittel, Medic. Davon
}}
{{ls
|lstext='''ἀμβλωθρίδιον''': τό, Ι. (ἴδε ἐν λ. [[παιδίον]]) «τὸ ἀμβλωθὲν [[βρέφος]]» (Ἁρποκρ.), [[ἐξάμβλωμα]], [[ἔμβρυον]] γεννηθὲν προώρως, γεννηθὲν νεκρόν, ἀμβλ. καὶ ἐκτρώματα Φίλων Ι. 59: πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ΙΙ. ἐνεργ. (ἴδε ἐν λ. [[φάρμακον]]) [[φάρμακον]] ἐνεργοῦν πρὸς ἀποβολὴν τοῦ ἐμβρύου [[Πολυδ]]. Β. 7. - Κυρίως οὐδέτ. τοῦ ἀμβλωθρίδιος, = ὁ προξενῶν ἀποβολήν, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11: - [[ὡσαύτως]] ἀμβλώθριον, τό, ἐν τοῖς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 137.
}}
}}

Revision as of 09:46, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλωθρίδιον Medium diacritics: ἀμβλωθρίδιον Low diacritics: αμβλωθρίδιον Capitals: ΑΜΒΛΩΘΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: amblōthrídion Transliteration B: amblōthridion Transliteration C: amvlothridion Beta Code: a)mblwqri/dion

English (LSJ)

τό,    I (sc. παιδίον) abortive child, ἀ. καὶ ἐκτρώματα Ph.1.59, cf. Hsch., Harp.    II Act. (sc. φάρμακον), drug to cause abortion, Poll.2.7.—Prop. neut. from ἀμβλωθρίδιος, ον, causing abortion, Aret.CA2.11:—also ἀμβλώθριον, τό, Sch.Ar.Nu. 137 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 118] τό, Fehlgeburt, Harpocr.; sc. φάρμακον, Abtreibungsmittel, Medic. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλωθρίδιον: τό, Ι. (ἴδε ἐν λ. παιδίον) «τὸ ἀμβλωθὲν βρέφος» (Ἁρποκρ.), ἐξάμβλωμα, ἔμβρυον γεννηθὲν προώρως, γεννηθὲν νεκρόν, ἀμβλ. καὶ ἐκτρώματα Φίλων Ι. 59: πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ΙΙ. ἐνεργ. (ἴδε ἐν λ. φάρμακον) φάρμακον ἐνεργοῦν πρὸς ἀποβολὴν τοῦ ἐμβρύου Πολυδ. Β. 7. - Κυρίως οὐδέτ. τοῦ ἀμβλωθρίδιος, = ὁ προξενῶν ἀποβολήν, ὅπερ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11: - ὡσαύτως ἀμβλώθριον, τό, ἐν τοῖς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 137.