κατόχιμος: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(13_3) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] besessen, in Besitz genommen; κατόχιμον γίγνεται τὸ [[χωρίον]] Is. 2, 28; von einem Gotte begeistert, Luc. Iup. trag. 30; von bösen Geistern besessen, LXX, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] besessen, in Besitz genommen; κατόχιμον γίγνεται τὸ [[χωρίον]] Is. 2, 28; von einem Gotte begeistert, Luc. Iup. trag. 30; von bösen Geistern besessen, LXX, Hesych. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατόχῐμος''': [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κατοκώχιμος]] (ὃ ἴδε), Ἑβδ., ὁ κατεχόμενος, κ. γίνεται τὸ [[χωρίον]] Ἰσαῖ. 2. 28· ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατεχόμενος καὶ ἐξεστηκώς, ὑπὸ τῶν δαιμόνων κρατούμενος, ὁ θεοφοβούμενος, ὁ ἐνθουσιῶν, ὁ ἄλλως [[κατάσχετος]], Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:46, 5 August 2017
English (LSJ)
later form for κατοκώχιμος (q. v.),
A held in possession, εἰς αἰῶνα LXX Le.25.46; sequestered, κλῆρος PFrankf. 7 B9 (iii B.C.), cf. PTeb.61 (b).253 (ii B.C.). 2 possessed by a supernatural power, Hsch. s.v. κατοκώχιμον, Gloss.; of things, 'eerie', uncanny, κ. πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά Luc.JTr.30. 3 Alch., of fixing agents, mordants, Syn.Alch.p.62 B., Zos.Alch.p.216 B., PHolm.15.19, Pleid.X.92.
German (Pape)
[Seite 1406] besessen, in Besitz genommen; κατόχιμον γίγνεται τὸ χωρίον Is. 2, 28; von einem Gotte begeistert, Luc. Iup. trag. 30; von bösen Geistern besessen, LXX, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κατόχῐμος: ἀδόκιμος τύπος ἀντὶ τοῦ κατοκώχιμος (ὃ ἴδε), Ἑβδ., ὁ κατεχόμενος, κ. γίνεται τὸ χωρίον Ἰσαῖ. 2. 28· ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατεχόμενος καὶ ἐξεστηκώς, ὑπὸ τῶν δαιμόνων κρατούμενος, ὁ θεοφοβούμενος, ὁ ἐνθουσιῶν, ὁ ἄλλως κατάσχετος, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30.