βαλανόω: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(13_2) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0428.png Seite 428]] die Thür durch den eingesteckten Zapfen ([[βάλανος]] 4) verschließen, Ar. Av. 1159; βεβαλανῶσθαι, verstopft sein, Eccl. 361. 370. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0428.png Seite 428]] die Thür durch den eingesteckten Zapfen ([[βάλανος]] 4) verschließen, Ar. Av. 1159; βεβαλανῶσθαι, verstopft sein, Eccl. 361. 370. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βᾰλᾰνόω''': [[ἀσφαλίζω]], στερεώνω διὰ βαλάνου (ΙΙ. 3), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 361. – Παθ., βεβαλανωμένος, η, ον, ἀσφαλῶς κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, [[αὐτόθι]] 370, ὁ αὐτ. Ὄρν. 1159. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:50, 5 August 2017
English (LSJ)
A fasten with a βάλανος (11.4), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ar.Ec. 361:—Pass., to be shut close, secured, Id.Av.1159: metaph. in pf. part. Pass., constipated, Id.Ec.370.
German (Pape)
[Seite 428] die Thür durch den eingesteckten Zapfen (βάλανος 4) verschließen, Ar. Av. 1159; βεβαλανῶσθαι, verstopft sein, Eccl. 361. 370.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνόω: ἀσφαλίζω, στερεώνω διὰ βαλάνου (ΙΙ. 3), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 361. – Παθ., βεβαλανωμένος, η, ον, ἀσφαλῶς κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, αὐτόθι 370, ὁ αὐτ. Ὄρν. 1159.