οἰδέω: Difference between revisions
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
(6_20) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=oi)de/w | |Beta Code=oi)de/w | ||
|Definition=rarely οἰδάω, Plu.2.734f: impf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ᾤδεον <span class="bibl">Od.5.455</span> : aor. ᾤδησα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>2.1.7</span>, <span class="bibl">2.2.3</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>251b</span> : pf. <b class="b3">ᾤδηκα</b>, Dor. 3pl. -αντι <span class="bibl">Theoc.1.43</span> ; cf. [[ἀνοιδέω]] :—<b class="b2">swell, become swollen</b>, <b class="b3">ᾤδεε δὲ χρόα πάντα</b> <b class="b2">he had</b> all his body <b class="b2">swollen</b>, Od. l. c. ; οἰδῶν τὼ πόδε <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1192</span> ; τοὺς πόδας καὶ γαστέρα <span class="bibl">Men.544.4</span> ; τὰ σφύρ' ᾤδει <span class="bibl">Anaxil.36</span> ; ἔμβρυα οἰδέοντα Hp.<b class="b2">Aër</b>.7 ; ᾠδήκαντι κατ' αὐχένα ἶνες Theoc. l. c. ; of growing fruits, etc., ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν Plu. l. c. ; ᾤδησε . . ὁ τοῦ πτεροῦ καυλός Pl. l.c. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., <b class="b3">οἰδεόντων τῶν πρηγμάτων</b> when affairs <b class="b2">were in a ferment</b>, <span class="bibl">Hdt.3.76</span>, <span class="bibl">127</span> ; <b class="b3">οἰδεῖ καὶ ὕπουλός ἐστιν [ἡ πόλις]</b>, metaph. from a boil or abscess, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>518e</span> ; τὸν δῆμον οἰδοῦντα καὶ θρασυνόμενον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>19</span> ; also, of inflated style, οἰδεῖν ὑπὸ κομπασμάτων <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>940</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>26</span>.</span> | |Definition=rarely οἰδάω, Plu.2.734f: impf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ᾤδεον <span class="bibl">Od.5.455</span> : aor. ᾤδησα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>2.1.7</span>, <span class="bibl">2.2.3</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>251b</span> : pf. <b class="b3">ᾤδηκα</b>, Dor. 3pl. -αντι <span class="bibl">Theoc.1.43</span> ; cf. [[ἀνοιδέω]] :—<b class="b2">swell, become swollen</b>, <b class="b3">ᾤδεε δὲ χρόα πάντα</b> <b class="b2">he had</b> all his body <b class="b2">swollen</b>, Od. l. c. ; οἰδῶν τὼ πόδε <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1192</span> ; τοὺς πόδας καὶ γαστέρα <span class="bibl">Men.544.4</span> ; τὰ σφύρ' ᾤδει <span class="bibl">Anaxil.36</span> ; ἔμβρυα οἰδέοντα Hp.<b class="b2">Aër</b>.7 ; ᾠδήκαντι κατ' αὐχένα ἶνες Theoc. l. c. ; of growing fruits, etc., ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν Plu. l. c. ; ᾤδησε . . ὁ τοῦ πτεροῦ καυλός Pl. l.c. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., <b class="b3">οἰδεόντων τῶν πρηγμάτων</b> when affairs <b class="b2">were in a ferment</b>, <span class="bibl">Hdt.3.76</span>, <span class="bibl">127</span> ; <b class="b3">οἰδεῖ καὶ ὕπουλός ἐστιν [ἡ πόλις]</b>, metaph. from a boil or abscess, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>518e</span> ; τὸν δῆμον οἰδοῦντα καὶ θρασυνόμενον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>19</span> ; also, of inflated style, οἰδεῖν ὑπὸ κομπασμάτων <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>940</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>26</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''οἰδέω''': σπανίως οἰδάω, Πλούτ. [[ἔνθα]] κατωτ., πρβλ. [[οἰδάνω]]· παρατ. ᾤδεον, Ὀδ.· ἀόρ. ᾤδησα Ἱππ. 999F, Πλάτ., πρκμ. ᾤδηκα, Δωρ. γ΄ πληθ. -αντι Θεόκρ. 1. 43· πρβλ. [[ἀνοιδέω]]· ([[οἶδος]]). «Πρήσκομαι», φουσκώνω, Λατιν. tumere, turgere, ᾤδεε δὲ [[χρόα]] πάντα, ἅπαν τὸ σῶμά του ἦτο πρησμένον, Ὀδ. Ε. 455· οἰδεῖν τὼ πόδε Ἀριστοφ. Βάτρ. 1192· τοὺς πόδας καὶ γαστέρα οἰδοῦσιν Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· οἰδέοντα ἔμβρυα Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· ᾠδήκαντι κατ’ αὐχένα ἶνες Θεόκρ. 1. 43· ἐπὶ καρπῶν, ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν Πλούτ. 2. 734Ε· οὕτω, ᾤδησε ... ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ὕφους, οἰδεῖν ὑπὸ κομπασμάτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 940, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 26· [[ὡσαύτως]] οἰδεόντων πρηγμάτων, ὅτε τὰ πράγματα ἦσαν ταραχώδη, ἐπὶ πολιτικῶν ἀκαταστασιῶν (ὡς τὸ Λατ. tument negotia παρὰ Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 4, 1, tumor rerum, [[αὐτόθι]] 14, 5, 2), Ἡρόδ. 3. 76, 127· οἰδεῖ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ [[πόλις]], κατὰ μεταφορᾶς ἐξ ὀγκώματος ἢ ἀποστήματος ἐν τῷ σώματι, Πλάτ. Γοργ. 518Ε· τὸν δῆμον οἰδοῦντα καὶ θρασυνόμενον Πλουτ. Σόλ. 19· - κύειν καὶ φλεγμαίνειν, ὁμοίως ἦσαν ἐν χρήσει. (Παρὰ μεταγενεστέροις μένει ἀναύξητον τὸ οἰδεῖν, Λοβ. Φρύν. 153). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:51, 5 August 2017
English (LSJ)
rarely οἰδάω, Plu.2.734f: impf.
A ᾤδεον Od.5.455 : aor. ᾤδησα Hp.Epid.2.1.7, 2.2.3, Pl.Phdr.251b : pf. ᾤδηκα, Dor. 3pl. -αντι Theoc.1.43 ; cf. ἀνοιδέω :—swell, become swollen, ᾤδεε δὲ χρόα πάντα he had all his body swollen, Od. l. c. ; οἰδῶν τὼ πόδε Ar.Ra.1192 ; τοὺς πόδας καὶ γαστέρα Men.544.4 ; τὰ σφύρ' ᾤδει Anaxil.36 ; ἔμβρυα οἰδέοντα Hp.Aër.7 ; ᾠδήκαντι κατ' αὐχένα ἶνες Theoc. l. c. ; of growing fruits, etc., ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν Plu. l. c. ; ᾤδησε . . ὁ τοῦ πτεροῦ καυλός Pl. l.c. II metaph., οἰδεόντων τῶν πρηγμάτων when affairs were in a ferment, Hdt.3.76, 127 ; οἰδεῖ καὶ ὕπουλός ἐστιν [ἡ πόλις], metaph. from a boil or abscess, Pl.Grg.518e ; τὸν δῆμον οἰδοῦντα καὶ θρασυνόμενον Plu.Sol.19 ; also, of inflated style, οἰδεῖν ὑπὸ κομπασμάτων Ar.Ra.940, cf. Plu.Cic.26.
Greek (Liddell-Scott)
οἰδέω: σπανίως οἰδάω, Πλούτ. ἔνθα κατωτ., πρβλ. οἰδάνω· παρατ. ᾤδεον, Ὀδ.· ἀόρ. ᾤδησα Ἱππ. 999F, Πλάτ., πρκμ. ᾤδηκα, Δωρ. γ΄ πληθ. -αντι Θεόκρ. 1. 43· πρβλ. ἀνοιδέω· (οἶδος). «Πρήσκομαι», φουσκώνω, Λατιν. tumere, turgere, ᾤδεε δὲ χρόα πάντα, ἅπαν τὸ σῶμά του ἦτο πρησμένον, Ὀδ. Ε. 455· οἰδεῖν τὼ πόδε Ἀριστοφ. Βάτρ. 1192· τοὺς πόδας καὶ γαστέρα οἰδοῦσιν Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· οἰδέοντα ἔμβρυα Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· ᾠδήκαντι κατ’ αὐχένα ἶνες Θεόκρ. 1. 43· ἐπὶ καρπῶν, ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν Πλούτ. 2. 734Ε· οὕτω, ᾤδησε ... ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ὕφους, οἰδεῖν ὑπὸ κομπασμάτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 940, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 26· ὡσαύτως οἰδεόντων πρηγμάτων, ὅτε τὰ πράγματα ἦσαν ταραχώδη, ἐπὶ πολιτικῶν ἀκαταστασιῶν (ὡς τὸ Λατ. tument negotia παρὰ Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 4, 1, tumor rerum, αὐτόθι 14, 5, 2), Ἡρόδ. 3. 76, 127· οἰδεῖ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις, κατὰ μεταφορᾶς ἐξ ὀγκώματος ἢ ἀποστήματος ἐν τῷ σώματι, Πλάτ. Γοργ. 518Ε· τὸν δῆμον οἰδοῦντα καὶ θρασυνόμενον Πλουτ. Σόλ. 19· - κύειν καὶ φλεγμαίνειν, ὁμοίως ἦσαν ἐν χρήσει. (Παρὰ μεταγενεστέροις μένει ἀναύξητον τὸ οἰδεῖν, Λοβ. Φρύν. 153).