συμπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(13_5)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] u. -πηγνύω (s. [[πήγνυμι]]), zusammenfügen, verbinden, fest, dicht machen; [[γάλα]] συνέπηξεν, er machte die Milch gerinnen, Il. 5, 902; συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29; συμπήξας τάφον, Eur. Suppl. 962; μετὰ τοῦ ψύχους ξυμπηγνύασι, Plat. Tim. 85 d; u. pass., wie das intr. perf. II. act., fest werden, gerinnen, μυελὸν ξυμπεπηγότα 91 a, τὸ ἐπὶ γῆς ξυμπαγέν 59 e, u. öfter, u. Sp., wie Luc. D. D. 25, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] u. -πηγνύω (s. [[πήγνυμι]]), zusammenfügen, verbinden, fest, dicht machen; [[γάλα]] συνέπηξεν, er machte die Milch gerinnen, Il. 5, 902; συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29; συμπήξας τάφον, Eur. Suppl. 962; μετὰ τοῦ ψύχους ξυμπηγνύασι, Plat. Tim. 85 d; u. pass., wie das intr. perf. II. act., fest werden, gerinnen, μυελὸν ξυμπεπηγότα 91 a, τὸ ἐπὶ γῆς ξυμπαγέν 59 e, u. öfter, u. Sp., wie Luc. D. D. 25, 3.
}}
{{ls
|lstext='''συμπήγνῡμι''': καὶ -ύω· μέλλ. -πήξω. Πήγνυμι [[ὁμοῦ]], [[συναρμόζω]], κατασευάζω, τάφον Εὐρ. Ἱκέτ. 938· ψεύσταν λόγον Πινδ. Ν. 5. 53· [[στέγασμα]] Πλάτ. Τίμ. 73D· σύριγγα Θεόκρ. 8. 23, κτλ.· σ. τὴν οὐσίαν ἐκ..., Πλουτ. 2. 1118D. ― Μέσ., [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, σ. δίφρον Κριτίας 1. 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 25. 3, Ἔρωτ. 53. 2) Παθ., [[μετὰ]] β΄ πρκμ. συμπέπηγα, συντίθεμαι, [[σύγκειμαι]], Ἀναξαγ. 4, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 46B· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. ΙΙ. ποιῶ τι στερεόν, συμπαγές, «πήζω» συμπυκνῶ, Ἰλ. Ε. 902 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐπείγω]] ΙΙΙ. 2)· σ. τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 85D· ― Παθ. [[μετὰ]] β΄ πρκμ., [[γίνομαι]] [[στερεός]], συμπυκνοῦμαι, [[αὐτόθι]] 59E, 81B, 91A, κτλ.· ἐπὶ λιθαρίων ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286.
}}
}}

Revision as of 09:53, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπήγνῡμι Medium diacritics: συμπήγνυμι Low diacritics: συμπήγνυμι Capitals: ΣΥΜΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: sympḗgnymi Transliteration B: sympēgnymi Transliteration C: sympignymi Beta Code: sumph/gnumi

English (LSJ)

and συμπηγνύω (Arist.Resp. 472a34, Epicur.Nat.14.5):—

   A put together, construct, frame, τάφον E. Supp.938; ψεύσταν λόγον Pi.N.5.29; στέγασμα Pl.Ti.73d; σύριγγα Theoc.8.23, etc.; τινὰ ἐξ ἄλλων Epicur.l.c.; τὴν οὐσίαν ἐκ . . Plu.2.1118e:—Med., construct for oneself, δίφρον Critias 2.11, cf. Luc. D Deor.25.3, Am.53; μηχανάς App.Mith.30.    2 Pass., with pf. 2 συμπέπηγα, to be compounded, Anaxag.4, Pl.Ti.46b; of the human frame, Hp.VM20, Them.Or.21.249c.    II make solid, congeal, condense, Il.5.902 (v. sub ἐπείγω 111.2); σ. τὸ σῶμα Arist. l.c., cf. Pl. Ti.85d:—Pass., with pf. 2, become solid, to be condensed, ib.59e,81b,91b, etc.; of calculi in the bladder, Hp..9.

German (Pape)

[Seite 987] u. -πηγνύω (s. πήγνυμι), zusammenfügen, verbinden, fest, dicht machen; γάλα συνέπηξεν, er machte die Milch gerinnen, Il. 5, 902; συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29; συμπήξας τάφον, Eur. Suppl. 962; μετὰ τοῦ ψύχους ξυμπηγνύασι, Plat. Tim. 85 d; u. pass., wie das intr. perf. II. act., fest werden, gerinnen, μυελὸν ξυμπεπηγότα 91 a, τὸ ἐπὶ γῆς ξυμπαγέν 59 e, u. öfter, u. Sp., wie Luc. D. D. 25, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συμπήγνῡμι: καὶ -ύω· μέλλ. -πήξω. Πήγνυμι ὁμοῦ, συναρμόζω, κατασευάζω, τάφον Εὐρ. Ἱκέτ. 938· ψεύσταν λόγον Πινδ. Ν. 5. 53· στέγασμα Πλάτ. Τίμ. 73D· σύριγγα Θεόκρ. 8. 23, κτλ.· σ. τὴν οὐσίαν ἐκ..., Πλουτ. 2. 1118D. ― Μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, σ. δίφρον Κριτίας 1. 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 25. 3, Ἔρωτ. 53. 2) Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. συμπέπηγα, συντίθεμαι, σύγκειμαι, Ἀναξαγ. 4, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 46B· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. ΙΙ. ποιῶ τι στερεόν, συμπαγές, «πήζω» συμπυκνῶ, Ἰλ. Ε. 902 (ἴδε ἐν λέξ. ἐπείγω ΙΙΙ. 2)· σ. τὸ σῶμα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 85D· ― Παθ. μετὰ β΄ πρκμ., γίνομαι στερεός, συμπυκνοῦμαι, αὐτόθι 59E, 81B, 91A, κτλ.· ἐπὶ λιθαρίων ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286.