πολυόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(c1) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] vieläugig; Plut. de Is. et Os. 10; von Pflanzen, Geopon. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] vieläugig; Plut. de Is. et Os. 10; von Pflanzen, Geopon. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πολυόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 11, [[Πολυδ]]. Δ΄, 141. 2) ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, κοινῶς «μπουμπούκια», [[ἄμπελος]] Γεωπ. 5. 8, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[φυτόν]] τι = βούφθαλμος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, κατὰ Γαληνὸν τ. 12, σ. 445. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A many-eyed, D.S.1.11, Poll.4.141. 2 with many eyes or buds, ἄμπελοι Gp.5.8.1. II Subst., a plant, = βούφθαλμον, Hp.Art. 67, Diocl.Fr.154.
German (Pape)
[Seite 668] vieläugig; Plut. de Is. et Os. 10; von Pflanzen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 11, Πολυδ. Δ΄, 141. 2) ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, κοινῶς «μπουμπούκια», ἄμπελος Γεωπ. 5. 8, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι = βούφθαλμος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, κατὰ Γαληνὸν τ. 12, σ. 445.