νέασις: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(c1) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0235.png Seite 235]] ἡ, das Erneuen, Umpflügen des Brachlandes, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0235.png Seite 235]] ἡ, das Erneuen, Umpflügen des Brachlandes, Theophr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νέᾰσις''': ἡ, ([[νεάω]]) ἡ καλλιέργεια [[νέας]] (δηλ. χέρσου γῆς ἤδη ἐξημερωθείσης δι’ ἀρότρου ἢ δικέλλης), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7 (ἴδε νέα). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (νεάω)
A breaking-up of fallow land, ν. θερινή Thphr.CP3.20.7 (νέανσις codd.).
German (Pape)
[Seite 235] ἡ, das Erneuen, Umpflügen des Brachlandes, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
νέᾰσις: ἡ, (νεάω) ἡ καλλιέργεια νέας (δηλ. χέρσου γῆς ἤδη ἐξημερωθείσης δι’ ἀρότρου ἢ δικέλλης), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7 (ἴδε νέα).