ματτύη: Difference between revisions
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
(8) |
(6_1) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=mattu/h | |Beta Code=mattu/h | ||
|Definition=[ῠ] (not-ύα), ἡ, <span class="bibl">Nicostr.Com.8</span>, <span class="bibl">Sophil.4.5</span>, <span class="bibl">Macho 1</span>; but ματτύης, ου, ὁ, Artem. ap. <span class="bibl">Ath.14.663d</span>; gender doubtful in <span class="bibl">Philem. 9</span>,<span class="bibl">12</span>, <span class="bibl">Alex.205</span>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">a rich, highly-flavoured dish</b>, made of hashed meat, poultry, and herbs, and served cold as a dessert, of Macedonian or Thessalian origin, cf. <span class="bibl">Poll.6.70</span> (<b class="b3">ματύλλη</b> codd.).—Especially freq. in the New Comedy acc. to <span class="bibl">Ath.14.662f</span>: but ματτυολοιχός is prob. cj. for <b class="b3">ματιολοιχός</b> (q.v.).</span> | |Definition=[ῠ] (not-ύα), ἡ, <span class="bibl">Nicostr.Com.8</span>, <span class="bibl">Sophil.4.5</span>, <span class="bibl">Macho 1</span>; but ματτύης, ου, ὁ, Artem. ap. <span class="bibl">Ath.14.663d</span>; gender doubtful in <span class="bibl">Philem. 9</span>,<span class="bibl">12</span>, <span class="bibl">Alex.205</span>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">a rich, highly-flavoured dish</b>, made of hashed meat, poultry, and herbs, and served cold as a dessert, of Macedonian or Thessalian origin, cf. <span class="bibl">Poll.6.70</span> (<b class="b3">ματύλλη</b> codd.).—Especially freq. in the New Comedy acc. to <span class="bibl">Ath.14.662f</span>: but ματτυολοιχός is prob. cj. for <b class="b3">ματιολοιχός</b> (q.v.).</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ματτύη''': (οὐχὶ -ύα), ἡ, Νικόστρ. ἐν «Ἀπελαυνομένῳ» 1, Σώφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1. 5, Μάχων ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1· ἀλλὰ ματτύης, ου, ὁ, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 663D· (παρὰ Φιλήμ. καὶ τοῖς παρ’ Ἀθηναίῳ μνημονευομένοις ἄλλοις ποιηταῖς, 663F κἑξ., τὸ γένος ἀμφίβολον)· - πολυτελές τι καὶ ὀρεκτικώτατα παρεσκευασμένον [[λίχνευμα]] ἐξ ἀρνείου καὶ ἐριφείου κρέατος, ἐκ κιχλῶν, κοσσύφων καὶ ἄλλων ὀρνίθων, παρατιθέμενον [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]] ψυχρόν, Λατ. mattea ἢ mattya, Meineke εἰς Μένανδρ. 861. Ὁ Μάχων, ἔνθ’ ἀνωτ., λέγει ὅτι ἦτο Μακεδονικὸν (ἢ Θεσσαλικὸν) [[ἔδεσμα]] καὶ ὅτι ἡ [[λέξις]] δεν κατέστη κοινὴ ἐν Ἀθήναις εἰμὴ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς [[νέας]] κωμῳδίας ὑπὸ τὴν Μακεδονικὴν κυριαρχίαν, πρβλ. [[Πολυδ]]. ϛʹ, 70 ([[ἔνθα]] ματύλλη). Εἰ [[οὕτως]] ἔχει, [[τότε]] ἡ τοῦ Bentley [[εἰκασία]] ματτυολοιχὸς (ἀντὶ [[ματιολοιχός]]), ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 451, [[δέον]] να ἐγκαταλειφθῇ, ἴδε Dind. ἐν τόπῳ: ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ μάτιον, ὡς μικρόν τι [[μέτρον]], καὶ τὸ ματιολοιχὸς [[κρουσιμέτρης]]· «[[ματιολοιχός]], [[ἤτοι]] ὁ [[κρουσιμέτρης]] (μάτιον γὰρ [[εἶδος]] μέτρου) ἢ ὁ [[φειδωλός]]», κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:09, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῠ] (not-ύα), ἡ, Nicostr.Com.8, Sophil.4.5, Macho 1; but ματτύης, ου, ὁ, Artem. ap. Ath.14.663d; gender doubtful in Philem. 9,12, Alex.205:—
A a rich, highly-flavoured dish, made of hashed meat, poultry, and herbs, and served cold as a dessert, of Macedonian or Thessalian origin, cf. Poll.6.70 (ματύλλη codd.).—Especially freq. in the New Comedy acc. to Ath.14.662f: but ματτυολοιχός is prob. cj. for ματιολοιχός (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ματτύη: (οὐχὶ -ύα), ἡ, Νικόστρ. ἐν «Ἀπελαυνομένῳ» 1, Σώφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1. 5, Μάχων ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1· ἀλλὰ ματτύης, ου, ὁ, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 663D· (παρὰ Φιλήμ. καὶ τοῖς παρ’ Ἀθηναίῳ μνημονευομένοις ἄλλοις ποιηταῖς, 663F κἑξ., τὸ γένος ἀμφίβολον)· - πολυτελές τι καὶ ὀρεκτικώτατα παρεσκευασμένον λίχνευμα ἐξ ἀρνείου καὶ ἐριφείου κρέατος, ἐκ κιχλῶν, κοσσύφων καὶ ἄλλων ὀρνίθων, παρατιθέμενον μετὰ τὸ δεῖπνον ψυχρόν, Λατ. mattea ἢ mattya, Meineke εἰς Μένανδρ. 861. Ὁ Μάχων, ἔνθ’ ἀνωτ., λέγει ὅτι ἦτο Μακεδονικὸν (ἢ Θεσσαλικὸν) ἔδεσμα καὶ ὅτι ἡ λέξις δεν κατέστη κοινὴ ἐν Ἀθήναις εἰμὴ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς νέας κωμῳδίας ὑπὸ τὴν Μακεδονικὴν κυριαρχίαν, πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 70 (ἔνθα ματύλλη). Εἰ οὕτως ἔχει, τότε ἡ τοῦ Bentley εἰκασία ματτυολοιχὸς (ἀντὶ ματιολοιχός), ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 451, δέον να ἐγκαταλειφθῇ, ἴδε Dind. ἐν τόπῳ: ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ μάτιον, ὡς μικρόν τι μέτρον, καὶ τὸ ματιολοιχὸς κρουσιμέτρης· «ματιολοιχός, ἤτοι ὁ κρουσιμέτρης (μάτιον γὰρ εἶδος μέτρου) ἢ ὁ φειδωλός», κτλ.