συνοικία: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(11)
 
(6_9)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunoiki/a
|Beta Code=sunoiki/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συνοίκησις]], δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν will accept her offer of <b class="b2">living with her</b>, ib.<span class="bibl">916</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">a body of people living together, settlement, community</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>267</span>; ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>369c</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>679b</span>; φίλοι, βοηθοί, μάρτυρες, συνοικίαι <span class="bibl">Philem.65.5</span>; ἀψευδήων ἂν τὰν συϝοικίαν τοῖς Ἐρχομινίοις <span class="title">IG</span>5(2).343.39, cf. 58 (Orchom. Arc., iv B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">house in which several families live, tenement-house</b>, <span class="bibl">Th.3.74</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span> 273</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Ath.</span>1.17</span>, <span class="bibl">Is.5.27</span>, <span class="bibl">6.21</span>, <span class="bibl">D.36.6</span>, <span class="bibl">45.28</span>, <span class="title">OGI</span>326.21 (Teos); ὅπου πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσι, συνοικίαν καλοῦμεν <span class="bibl">Aeschin.1.124</span>; ἓν στόμ' ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης <span class="bibl">Herod.3.47</span>; <b class="b2">lodging-house</b>, PPetr.3p.186 (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1573.25</span> (ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">store-room</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1001</span> (cf. Sch. ad loc.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> perh. <b class="b2">village, hamlet</b>, <span class="bibl">Plb.16.11.1</span> (pl.), Plu.2.280e.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συνοίκησις]], δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν will accept her offer of <b class="b2">living with her</b>, ib.<span class="bibl">916</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">a body of people living together, settlement, community</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>267</span>; ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>369c</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>679b</span>; φίλοι, βοηθοί, μάρτυρες, συνοικίαι <span class="bibl">Philem.65.5</span>; ἀψευδήων ἂν τὰν συϝοικίαν τοῖς Ἐρχομινίοις <span class="title">IG</span>5(2).343.39, cf. 58 (Orchom. Arc., iv B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">house in which several families live, tenement-house</b>, <span class="bibl">Th.3.74</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span> 273</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Ath.</span>1.17</span>, <span class="bibl">Is.5.27</span>, <span class="bibl">6.21</span>, <span class="bibl">D.36.6</span>, <span class="bibl">45.28</span>, <span class="title">OGI</span>326.21 (Teos); ὅπου πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσι, συνοικίαν καλοῦμεν <span class="bibl">Aeschin.1.124</span>; ἓν στόμ' ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης <span class="bibl">Herod.3.47</span>; <b class="b2">lodging-house</b>, PPetr.3p.186 (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1573.25</span> (ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">store-room</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1001</span> (cf. Sch. ad loc.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> perh. <b class="b2">village, hamlet</b>, <span class="bibl">Plb.16.11.1</span> (pl.), Plu.2.280e.</span>
}}
{{ls
|lstext='''συνοικία''': ἡ, = [[συνοίκησις]], Παλλάδος δέξομαι ξυνοικίαν, θὰ δεχθῶ τὴν πρότασίν της νὰ συνοικήσω μετ’ αὐτῆς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 916. ΙΙ. [[ἄθροισμα]] ἀνθρώπων [[ὁμοῦ]] κατοικούντων, [[κοινότης]], [[πόλισμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 267· [[ταύτῃ]] τῇ ξυνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν [[ὄνομα]] Πλάτ. Πολ. 369C, πρβλ. Νόμ. 679Β· [[ἀργύριον]]... τοῦτ’ ἐὰν ἔχῃς... πάντα σοι γενήσεται, φίλοι, βοηθοί, μάρτυρες, συνοικίαι Φιλήμ. ἐν «Πτερυγίῳ» 1. ΙΙΙ. [[οἰκία]], ἐν ᾗ πολλαὶ [[ὁμοῦ]] οἰκογένειαι συζῶσιν· [[οἰκία]] διῃρημένη εἰς διαμερίσματα ἢ πατώματα, ὡς τὸ Λατ. insula, ἀντίθετον τῷ [[οἰκία]] ([[οἴκημα]] ὑπὸ μιᾶς μόνης οἰκογενείας κατεχόμενον), Θουκ. 3. 74. Ξενοφ. Ἀθην. 1. 17, Ἰσαῖ. 53. 30., 58. 21, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 273· [[ὅπου]] πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσιν, συνοικίαν καλοῦσιν Αἰσχίν. 17. 29· ― ἐν Ἀθήναις πολλοὶ [[χάριν]] κέρδους ᾠκοδόμουν τοιαύτας συνοικίας πρὸς μίσθωσιν, τὸ πλεῖστον εἰς ξένους ἢ εἰς τοὺς μετοίκους, Δημ. 946. 6., 1110. 12· πρβλ. Böckh P. E. 1. 90, Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) παρακείμενον [[οἴκημα]], [[δωμάτιον]] παρὰ τὴν οἰκίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1001 (ἂν μὴ καὶ [[ἐνταῦθα]] θεωρηθῇ ὡς μεμισθωμένον [[δωμάτιον]]), ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ. 3) [[καθόλου]], [[συνοικία]] ὡς καὶ νῦν, Τουρκ. «μαχαλᾶς», Πλούτ. 2. 280Ε, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., [[χωρίον]] ὡς ἀποτελούμενον ἐκ πολλῶν πτωχῶν οἰκίσκων συνηνωμένων εἰς ἕν, Πολύβ. 16. 11. 1.
}}
}}

Revision as of 10:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικία Medium diacritics: συνοικία Low diacritics: συνοικία Capitals: ΣΥΝΟΙΚΙΑ
Transliteration A: synoikía Transliteration B: synoikia Transliteration C: synoikia Beta Code: sunoiki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = συνοίκησις, δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν will accept her offer of living with her, ib.916 (lyr.).    II a body of people living together, settlement, community, Id.Supp.267; ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα Pl.R.369c, cf.Lg.679b; φίλοι, βοηθοί, μάρτυρες, συνοικίαι Philem.65.5; ἀψευδήων ἂν τὰν συϝοικίαν τοῖς Ἐρχομινίοις IG5(2).343.39, cf. 58 (Orchom. Arc., iv B.C.).    III house in which several families live, tenement-house, Th.3.74, Ar.Th. 273, X.Ath.1.17, Is.5.27, 6.21, D.36.6, 45.28, OGI326.21 (Teos); ὅπου πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσι, συνοικίαν καλοῦμεν Aeschin.1.124; ἓν στόμ' ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης Herod.3.47; lodging-house, PPetr.3p.186 (iii B.C.), BGU1573.25 (ii A.D.).    2 store-room, Ar.Eq.1001 (cf. Sch. ad loc.).    3 perh. village, hamlet, Plb.16.11.1 (pl.), Plu.2.280e.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικία: ἡ, = συνοίκησις, Παλλάδος δέξομαι ξυνοικίαν, θὰ δεχθῶ τὴν πρότασίν της νὰ συνοικήσω μετ’ αὐτῆς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 916. ΙΙ. ἄθροισμα ἀνθρώπων ὁμοῦ κατοικούντων, κοινότης, πόλισμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 267· ταύτῃ τῇ ξυνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα Πλάτ. Πολ. 369C, πρβλ. Νόμ. 679Β· ἀργύριον... τοῦτ’ ἐὰν ἔχῃς... πάντα σοι γενήσεται, φίλοι, βοηθοί, μάρτυρες, συνοικίαι Φιλήμ. ἐν «Πτερυγίῳ» 1. ΙΙΙ. οἰκία, ἐν ᾗ πολλαὶ ὁμοῦ οἰκογένειαι συζῶσιν· οἰκία διῃρημένη εἰς διαμερίσματα ἢ πατώματα, ὡς τὸ Λατ. insula, ἀντίθετον τῷ οἰκία (οἴκημα ὑπὸ μιᾶς μόνης οἰκογενείας κατεχόμενον), Θουκ. 3. 74. Ξενοφ. Ἀθην. 1. 17, Ἰσαῖ. 53. 30., 58. 21, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 273· ὅπου πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσιν, συνοικίαν καλοῦσιν Αἰσχίν. 17. 29· ― ἐν Ἀθήναις πολλοὶ χάριν κέρδους ᾠκοδόμουν τοιαύτας συνοικίας πρὸς μίσθωσιν, τὸ πλεῖστον εἰς ξένους ἢ εἰς τοὺς μετοίκους, Δημ. 946. 6., 1110. 12· πρβλ. Böckh P. E. 1. 90, Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) παρακείμενον οἴκημα, δωμάτιον παρὰ τὴν οἰκίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1001 (ἂν μὴ καὶ ἐνταῦθα θεωρηθῇ ὡς μεμισθωμένον δωμάτιον), ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ. 3) καθόλου, συνοικία ὡς καὶ νῦν, Τουρκ. «μαχαλᾶς», Πλούτ. 2. 280Ε, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., χωρίον ὡς ἀποτελούμενον ἐκ πολλῶν πτωχῶν οἰκίσκων συνηνωμένων εἰς ἕν, Πολύβ. 16. 11. 1.