πικρία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0614.png Seite 614]] ἡ, Bitterkeit, LXX.; gew. übertr., Erbitterung, Zorn, auch Strenge, Härte, bei Dem. 25, 83 der [[ὠμότης]] entsprechend, u. öfter; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι [[πικρία]], Pol. 15, 4, 11; καὶ ἀθυρογλωσσία τοῦ συγγραφέως, 8, 12, 1; πρὸς τὸν δῆμον, plut. Coriol. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0614.png Seite 614]] ἡ, Bitterkeit, LXX.; gew. übertr., Erbitterung, Zorn, auch Strenge, Härte, bei Dem. 25, 83 der [[ὠμότης]] entsprechend, u. öfter; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι [[πικρία]], Pol. 15, 4, 11; καὶ ἀθυρογλωσσία τοῦ συγγραφέως, 8, 12, 1; πρὸς τὸν δῆμον, plut. Coriol. 15.
}}
{{ls
|lstext='''πικρία''': ἡ, ἡ τοῦ πικροῦ [[ἰδιότης]], «πικράδα», «[[πίκρα]]», 1) ἐπὶ γεύσεως, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, Πλούτ. 2. 897Α, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΙΕ΄, 17, κτλ.) 2) ἐπὶ διαθέσεως, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. Δημ. 580. 1. πρβλ. 795. 7., 1482. 21, κτλ.· ἡ ἐπί τινι π. Πολύβ. 15. 4, 11· [[πρός]] τινα Πλουτ. Κοριολ. 15· [[λόγος]] π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 19.
}}
}}

Revision as of 10:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρία Medium diacritics: πικρία Low diacritics: πικρία Capitals: ΠΙΚΡΙΑ
Transliteration A: pikría Transliteration B: pikria Transliteration C: pikria Beta Code: pikri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bitterness:    1 of taste, Thphr.CP6.10.7, Od.32, LXX Je.15.17, Placit.3.16.2, Dsc.1.61, etc.    2 of temper, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. D.21.204, cf. 25.84, Ep.3.33, Arist.VV1251a4, Phld.Ir. p.56W.; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι π. Plb.15.4.11 ; πρὸς τὸν δῆμον Plu.Ccr. 15 ; ἡ ἐν τοῖς λόγοις π. D.S.16.88 ; λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι Plu.Lyc.19.    3 of circumstances, ἡ τοῦ καιροῦ π. BGU417.5 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 614] ἡ, Bitterkeit, LXX.; gew. übertr., Erbitterung, Zorn, auch Strenge, Härte, bei Dem. 25, 83 der ὠμότης entsprechend, u. öfter; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι πικρία, Pol. 15, 4, 11; καὶ ἀθυρογλωσσία τοῦ συγγραφέως, 8, 12, 1; πρὸς τὸν δῆμον, plut. Coriol. 15.

Greek (Liddell-Scott)

πικρία: ἡ, ἡ τοῦ πικροῦ ἰδιότης, «πικράδα», «πίκρα», 1) ἐπὶ γεύσεως, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, Πλούτ. 2. 897Α, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΙΕ΄, 17, κτλ.) 2) ἐπὶ διαθέσεως, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. Δημ. 580. 1. πρβλ. 795. 7., 1482. 21, κτλ.· ἡ ἐπί τινι π. Πολύβ. 15. 4, 11· πρός τινα Πλουτ. Κοριολ. 15· λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 19.