Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποσχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0329.png Seite 329]] abspalten, trennen, τοὺς πολιήτας ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Her. 6, 9, u. öfter; auch bloß τινός 7, 233; τινὰ τοῦ λόγου Ar. Nub. 1390 (vgl. Eur. Alc. 170); öfter pass., sich trennen, τινός 8, 35; von den Armen eines Flusses 2, 17. 4, 56; neben φεύγειν Plat. Legg. V, 728 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0329.png Seite 329]] abspalten, trennen, τοὺς πολιήτας ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Her. 6, 9, u. öfter; auch bloß τινός 7, 233; τινὰ τοῦ λόγου Ar. Nub. 1390 (vgl. Eur. Alc. 170); öfter pass., sich trennen, τινός 8, 35; von den Armen eines Flusses 2, 17. 4, 56; neben φεύγειν Plat. Legg. V, 728 b.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποσχίζω''': [[σχίζω]] ἢ [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]], ἀπὸ δ’ ἔσχισεν αὐτὴν [τὴν πέτρην], «ὅ ἔστι [[μέρος]] αὐτῆς κατέβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν», Ὀδ. Δ. 507· βιαίως ἀποσπῶ, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Ὀππ. Ἀλ. 2. 623. 2) [[ἀποχωρίζω]] ἢ ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Ἡρόδ. 6. 9· ἀπ. Λυδούς, [[ἀποχωρίζω]] αὐτούς, Πλάτ. Πολιτ. 262Β: ― Παθ., ἀποσχισθῆναι ἀπὸ…, ἐπὶ ποταμίου ἀποχωρισθέντος ἀπὸ μεγάλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 17, 4. 56, ἐπὶ φυλῆς ἀποχωρισθείσης ἀπὸ τοῦ ἀρχεγόνου στελέχους, κτλ. αἰτ. 1. 58. 143· ἀπὸ τῆς [[μεγάλης]] φλεβὸς ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 5· [[ὡσαύτως]], [[ἄνευ]] τῆς ἀπό, ἀποσχιχθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Ἡροδ. 8. 35, πρβλ. 7. 233, Πλάτ. Πολιτ. 267Β· κτλ.: ― Μέσ., ἀποσχίζομαι, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 728Β. 3) μεταφ., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου, [[διακόπτω]] αὐτὸν ὁμιλοῦντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1408.
}}
}}

Revision as of 10:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσχίζω Medium diacritics: ἀποσχίζω Low diacritics: αποσχίζω Capitals: ΑΠΟΣΧΙΖΩ
Transliteration A: aposchízō Transliteration B: aposchizō Transliteration C: aposchizo Beta Code: a)posxi/zw

English (LSJ)

   A split, cleave off, ἀπὸ δ' ἔσχισεν αὐτήν [τὴν πέτρην] Od. 4.507; tear off, E.Alc.172, Opp.H.2.623.    2 sever, detach from, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Hdt.6.9; ἀ. Αυδούς part them off, separate them, Pl.Plt.262e; τὴν ἰδίαν ψυχὴν τῆς τῶν λογικῶν M.Ant.4.29:— Pass., ἀποσχισθῆναι ἀπό .., of a river being parted from the main stream, Hdt.2.17, 4.56; of a tribe detached from its parent stock, Id.1.58,143; ἀπὸ τῆς μεγάλης φλεβὸς -σχίζεται Arist.HA514b10: c. gen., ἀποσχισθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Hdt.8.35, cf. 7.233, Pl. Plt.267b, etc.:—Med., separate oneself, Id.Lg.728b; τοῦ σοφιστοῦ Lib.Or.3.24.    3 metaph., ἀ. τινὰ τοῦ λόγου cut him off from his speech, interrupt him in it, Ar.Nu.1408.

German (Pape)

[Seite 329] abspalten, trennen, τοὺς πολιήτας ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Her. 6, 9, u. öfter; auch bloß τινός 7, 233; τινὰ τοῦ λόγου Ar. Nub. 1390 (vgl. Eur. Alc. 170); öfter pass., sich trennen, τινός 8, 35; von den Armen eines Flusses 2, 17. 4, 56; neben φεύγειν Plat. Legg. V, 728 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσχίζω: σχίζωἀποκόπτω μέρος, ἀπὸ δ’ ἔσχισεν αὐτὴν [τὴν πέτρην], «ὅ ἔστι μέρος αὐτῆς κατέβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν», Ὀδ. Δ. 507· βιαίως ἀποσπῶ, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Ὀππ. Ἀλ. 2. 623. 2) ἀποχωρίζω ἢ ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Ἡρόδ. 6. 9· ἀπ. Λυδούς, ἀποχωρίζω αὐτούς, Πλάτ. Πολιτ. 262Β: ― Παθ., ἀποσχισθῆναι ἀπὸ…, ἐπὶ ποταμίου ἀποχωρισθέντος ἀπὸ μεγάλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 17, 4. 56, ἐπὶ φυλῆς ἀποχωρισθείσης ἀπὸ τοῦ ἀρχεγόνου στελέχους, κτλ. αἰτ. 1. 58. 143· ἀπὸ τῆς μεγάλης φλεβὸς ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 5· ὡσαύτως, ἄνευ τῆς ἀπό, ἀποσχιχθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Ἡροδ. 8. 35, πρβλ. 7. 233, Πλάτ. Πολιτ. 267Β· κτλ.: ― Μέσ., ἀποσχίζομαι, ἀποχωρίζω ἐμαυτόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 728Β. 3) μεταφ., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου, διακόπτω αὐτὸν ὁμιλοῦντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1408.