ἄγριππος: Difference between revisions
From LSJ
(13_1) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0023.png Seite 23]] ὁ, bei den Laconiern der wilde Oelbaum, nach Zenob. 1, 60, der das Sprichwort ἀκαρπότερος ἀγρίππου anführt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0023.png Seite 23]] ὁ, bei den Laconiern der wilde Oelbaum, nach Zenob. 1, 60, der das Sprichwort ἀκαρπότερος ἀγρίππου anführt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄγριππος''': ὁ, Λακων. [[ὄνομα]] τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Σουΐδ. κτλ.: Παροιμ., ἀκαρπότερος ἀγρίππου, ἐπὶ τῶν [[πάνυ]] πενομένων εἴρηται· Λάκωνες γὰρ τὴν ἀγρίαν ἐλαίαν ἄγριππον καλοῦσιν, Ζηνοβ. ἐπιτ. Παροιμ. 1, 60· παρ’ Ἡσυχ. ἄγριφος, ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. Schmidt ἀγρίφος. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:19, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, Lacon. name for the
A wild olive, Suid., etc.; prov., ἀκαρπότερος ἀγρίππου Zen.1.60; in Hsch. ἄγριφος.
German (Pape)
[Seite 23] ὁ, bei den Laconiern der wilde Oelbaum, nach Zenob. 1, 60, der das Sprichwort ἀκαρπότερος ἀγρίππου anführt.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγριππος: ὁ, Λακων. ὄνομα τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Σουΐδ. κτλ.: Παροιμ., ἀκαρπότερος ἀγρίππου, ἐπὶ τῶν πάνυ πενομένων εἴρηται· Λάκωνες γὰρ τὴν ἀγρίαν ἐλαίαν ἄγριππον καλοῦσιν, Ζηνοβ. ἐπιτ. Παροιμ. 1, 60· παρ’ Ἡσυχ. ἄγριφος, ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. Schmidt ἀγρίφος.