χῖδρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(13)
 
(6_22)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=xi=dron
|Beta Code=xi=dron
|Definition=τό, mostly in pl. χῖδρα, τά, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unripe wheaten-groats</b>, rubbed from the ear in the hands, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>806</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Pax</span>595</span> (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>129.13</span> (iii B. C.), <span class="bibl">Alex.Trall.1.13</span>, <span class="bibl">2.1</span>, al.; νέα πεφρυγμένα χ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>2.14</span>, cf. <span class="bibl">23.14</span>: sg., <span class="bibl">Alcm.75</span>; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is v.l. in <span class="bibl">Ph.1.180</span>.</span>
|Definition=τό, mostly in pl. χῖδρα, τά, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unripe wheaten-groats</b>, rubbed from the ear in the hands, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>806</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Pax</span>595</span> (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>129.13</span> (iii B. C.), <span class="bibl">Alex.Trall.1.13</span>, <span class="bibl">2.1</span>, al.; νέα πεφρυγμένα χ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>2.14</span>, cf. <span class="bibl">23.14</span>: sg., <span class="bibl">Alcm.75</span>; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is v.l. in <span class="bibl">Ph.1.180</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''χῖδρον''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χῖδρα, τά, χλωρὸς [[σῖτος]] τετριμμένος ἐκ τῶν σταχύων ἢ χονδροκοπανισμένος ὡς [[εἶναι]] τὰ ἄλφιτα, ἡ χονδοκοπανισμένη [[κριθή]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Εἰρ. 595· νέα πεφρυγμένα χ. Ἑβδ. (Λευ. Β΄, 14, πρβλ. ΚΓ΄)· - τὸ ἑνικ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 63. - Περὶ τῆς λέξ. ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Casaub. εἰς Ἀθήν. 648Β· - ὁ [[τύπος]] χίδρα, ἡ, προῆλθεν ἐξ ἡμαρτημένης τινὸς γλώσσης τοῦ Ἡσυχίου, [[ἔνθα]]: «χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ [[σῖτος]] [[νέος]] φρυττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [Τὸ ι [[εἶναι]] [[μακρόν]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ ἐκ τοῦ τύπου χείδρα ([[ἔνθα]] νῦν χίδρα) παρὰ τῷ Σουΐδ.· [[ὥστε]] αἱ συνήθεις αἰτιατικαὶ χίδρον, χίδρα, [[εἶναι]] ἡμαρτημέναι].
}}
}}

Revision as of 10:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῖδρον Medium diacritics: χῖδρον Low diacritics: χίδρον Capitals: ΧΙΔΡΟΝ
Transliteration A: chîdron Transliteration B: chidron Transliteration C: chidron Beta Code: xi=dron

English (LSJ)

τό, mostly in pl. χῖδρα, τά,

   A unripe wheaten-groats, rubbed from the ear in the hands, Ar.Eq.806 (anap.), Pax595 (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), PCair.Zen.129.13 (iii B. C.), Alex.Trall.1.13, 2.1, al.; νέα πεφρυγμένα χ. LXX Le.2.14, cf. 23.14: sg., Alcm.75; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is v.l. in Ph.1.180.

Greek (Liddell-Scott)

χῖδρον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χῖδρα, τά, χλωρὸς σῖτος τετριμμένος ἐκ τῶν σταχύων ἢ χονδροκοπανισμένος ὡς εἶναι τὰ ἄλφιτα, ἡ χονδοκοπανισμένη κριθή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Εἰρ. 595· νέα πεφρυγμένα χ. Ἑβδ. (Λευ. Β΄, 14, πρβλ. ΚΓ΄)· - τὸ ἑνικ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 63. - Περὶ τῆς λέξ. ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Casaub. εἰς Ἀθήν. 648Β· - ὁ τύπος χίδρα, ἡ, προῆλθεν ἐξ ἡμαρτημένης τινὸς γλώσσης τοῦ Ἡσυχίου, ἔνθα: «χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ σῖτος νέος φρυττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [Τὸ ι εἶναι μακρόν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ ἐκ τοῦ τύπου χείδρα (ἔνθα νῦν χίδρα) παρὰ τῷ Σουΐδ.· ὥστε αἱ συνήθεις αἰτιατικαὶ χίδρον, χίδρα, εἶναι ἡμαρτημέναι].