προκαταταχέω: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0729.png Seite 729]] durch Zuvorkommen einnehmen, S. Emp. adv. phys. 2, 145, öfter; ib. 153 ist προκαταταχύνω v. l. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0729.png Seite 729]] durch Zuvorkommen einnehmen, S. Emp. adv. phys. 2, 145, öfter; ib. 153 ist προκαταταχύνω v. l. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προκατατᾰχέω''': [[προφθάνω]] ταχύτερον, [[προλαμβάνω]], προηγοῦμαι, τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 145 κἑξ.· [[αὐτόθι]] 153, ὑπάρχει διάφορ. γραφ. προκατατᾰχύνω. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 5 August 2017
English (LSJ)
A to be beforehand, get the start of another, τινος S.E.M.10.145 sq.; with v.l. προκατατᾰχύνω, ib.153:—Pass., of ships, -ταχούμενα ὑπὸ τοῦ ῥεύματος Gem.12.18.
German (Pape)
[Seite 729] durch Zuvorkommen einnehmen, S. Emp. adv. phys. 2, 145, öfter; ib. 153 ist προκαταταχύνω v. l.
Greek (Liddell-Scott)
προκατατᾰχέω: προφθάνω ταχύτερον, προλαμβάνω, προηγοῦμαι, τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 145 κἑξ.· αὐτόθι 153, ὑπάρχει διάφορ. γραφ. προκατατᾰχύνω.