ἄοζος: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(13_4) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0271.png Seite 271]] (vielleicht mit [[αἰζηός]] verwandt), ὁ, Diener, bes. Opferdiener, Aesch. Ag. 223; Hesych. μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι; [[ἄζοι]] Ath. VI, 267 c ist wohl corrumpirt. ohne Aeste, Theophr., auch [[ἄνοζος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0271.png Seite 271]] (vielleicht mit [[αἰζηός]] verwandt), ὁ, Diener, bes. Opferdiener, Aesch. Ag. 223; Hesych. μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι; [[ἄζοι]] Ath. VI, 267 c ist wohl corrumpirt. ohne Aeste, Theophr., auch [[ἄνοζος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄοζος''': ὁ, = [[θεράπων]], [[ὑπηρέτης]], ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, [[μάγιρος]], - ὑπηρέτας, - [[ἄοζος]] - [[οἰνοχόος]] Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ [[ῥῆμα]] [[ἀοσσέω]]· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = [[ἀκόλουθος]]), «[[ἄοζος]], [[ὑπηρέτης]], [[διάκονος]]» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = θεράπων, servant, attendant, esp. belonging to a temple, A.Ag.231 (lyr.), cf. Call.Del.249, IG9(1).976 (Corc.). (sṃ-sod-yos, root sed- 'go', Slav. ξηοδῠ, cf. ὁδός.)
ἄοζος, ον,
A = ἄνοζος, q.v.
German (Pape)
[Seite 271] (vielleicht mit αἰζηός verwandt), ὁ, Diener, bes. Opferdiener, Aesch. Ag. 223; Hesych. μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι; ἄζοι Ath. VI, 267 c ist wohl corrumpirt. ohne Aeste, Theophr., auch ἄνοζος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοζος: ὁ, = θεράπων, ὑπηρέτης, ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, μάγιρος, - ὑπηρέτας, - ἄοζος - οἰνοχόος Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ ῥῆμα ἀοσσέω· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = ἀκόλουθος), «ἄοζος, ὑπηρέτης, διάκονος» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249).