βράχω: Difference between revisions
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
(13_6a) |
(6_2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0463.png Seite 463]] nur aor. (onomatopoet.), <b class="b2">rasseln, krachen, dröhnen</b>; Hom. öfters, aber nur in den Formen [[ἔβραχε]] und βράχε; s. βράχε Iliad. 12, 396. 13, 181. 14, 420. 21, 9. 387, [[ἔβραχε]] Iliad. 4, 420. 5, 838. 859. 863. 16, 468. 566 Odyss. 21, 49; χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν ἄνακτος ὀρνυμένου Il. 4, 420; τεύχεα 12, 396; [[φήγινος]] [[ἄξων]] 5, 838; vom todt hinstürzenden Pferde 16, 468; ῥέεθρα 21, 9; [[χθών]] 21, 387, vom Kampfe; vom schreienden Ares 5, 859; vom Krachen einer Thür, Od, 21, 49; – [[αἰθήρ]] Ap. Rh. 4, 642, der es auch für befehlen mit Geschrei braucht, 2, 573, sequ. inf. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0463.png Seite 463]] nur aor. (onomatopoet.), <b class="b2">rasseln, krachen, dröhnen</b>; Hom. öfters, aber nur in den Formen [[ἔβραχε]] und βράχε; s. βράχε Iliad. 12, 396. 13, 181. 14, 420. 21, 9. 387, [[ἔβραχε]] Iliad. 4, 420. 5, 838. 859. 863. 16, 468. 566 Odyss. 21, 49; χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν ἄνακτος ὀρνυμένου Il. 4, 420; τεύχεα 12, 396; [[φήγινος]] [[ἄξων]] 5, 838; vom todt hinstürzenden Pferde 16, 468; ῥέεθρα 21, 9; [[χθών]] 21, 387, vom Kampfe; vom schreienden Ares 5, 859; vom Krachen einer Thür, Od, 21, 49; – [[αἰθήρ]] Ap. Rh. 4, 642, der es auch für befehlen mit Geschrei braucht, 2, 573, sequ. inf. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βράχω''': [[ῥίζα]] ἧς εὑρίσκεται τὸ γʹ ἑνικ. τοῦ ἀορ. βʹ [[ἔβραχε]] ἢ βράχε, ‒ [[ῥῆμα]] ὠνοματοπ., κροτῶ, βροντῶ, Ἰλ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὅπλων καὶ ὁπλισμοῦ, δεινὸν [[ἔβραχε]] χαλκὸς Δ. 420· βράχε τεύχεα χαλκῷ Μ. 396, κτλ.· οὕτω, βράχε δ’ εὐρεῖα χθὼν (ἐκ τοῦ κρότου τῆς μάχης) Φ. 387· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χειμάρρου, ῥοθῶ, παταγῶ, βράχε δ’ αἰπὰ ῥέεθρα [[αὐτόθι]] 9· [[τρίζω]], ὁ δ’ [[ἔβραχε]] [[φήγινος]] [[ἄξων]] Ε.838 ˙ [[κραυγάζω]],«ξεφωνίζω» ἐκ τοῦ πόνου, ὁ δ᾽ [[ἔβραχε]] [[χάλκεος]] Ἄρης [[αὐτόθι]] 859˙ ὁ δ᾽[[ἔβραχε]] θυμὸν ἀΐσθων (ἐπὶ τετρωμένου ἵππου) Π. 468. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 463] nur aor. (onomatopoet.), rasseln, krachen, dröhnen; Hom. öfters, aber nur in den Formen ἔβραχε und βράχε; s. βράχε Iliad. 12, 396. 13, 181. 14, 420. 21, 9. 387, ἔβραχε Iliad. 4, 420. 5, 838. 859. 863. 16, 468. 566 Odyss. 21, 49; χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν ἄνακτος ὀρνυμένου Il. 4, 420; τεύχεα 12, 396; φήγινος ἄξων 5, 838; vom todt hinstürzenden Pferde 16, 468; ῥέεθρα 21, 9; χθών 21, 387, vom Kampfe; vom schreienden Ares 5, 859; vom Krachen einer Thür, Od, 21, 49; – αἰθήρ Ap. Rh. 4, 642, der es auch für befehlen mit Geschrei braucht, 2, 573, sequ. inf.
Greek (Liddell-Scott)
βράχω: ῥίζα ἧς εὑρίσκεται τὸ γʹ ἑνικ. τοῦ ἀορ. βʹ ἔβραχε ἢ βράχε, ‒ ῥῆμα ὠνοματοπ., κροτῶ, βροντῶ, Ἰλ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὅπλων καὶ ὁπλισμοῦ, δεινὸν ἔβραχε χαλκὸς Δ. 420· βράχε τεύχεα χαλκῷ Μ. 396, κτλ.· οὕτω, βράχε δ’ εὐρεῖα χθὼν (ἐκ τοῦ κρότου τῆς μάχης) Φ. 387· ὡσαύτως ἐπὶ χειμάρρου, ῥοθῶ, παταγῶ, βράχε δ’ αἰπὰ ῥέεθρα αὐτόθι 9· τρίζω, ὁ δ’ ἔβραχε φήγινος ἄξων Ε.838 ˙ κραυγάζω,«ξεφωνίζω» ἐκ τοῦ πόνου, ὁ δ᾽ ἔβραχε χάλκεος Ἄρης αὐτόθι 859˙ ὁ δ᾽ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων (ἐπὶ τετρωμένου ἵππου) Π. 468.