ἀπείλλω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(b) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] v. l. für [[ἀπίλλω]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] v. l. für [[ἀπίλλω]], w. m. s. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπείλλω''': ὅμοιον τῷ [[ἀπειλέω]], ἀπωθῶ, ὠθῶ [[ὀπίσω]], ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, [[ὅστις]] ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, [[ὅστις]] κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. [[ἐξείλλω]], Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 5 August 2017
English (LSJ)
A v. ἀπίλλω.
German (Pape)
[Seite 284] v. l. für ἀπίλλω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείλλω: ὅμοιον τῷ ἀπειλέω, ἀπωθῶ, ὠθῶ ὀπίσω, ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, ὅστις ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, ὅστις κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. ἐξείλλω, Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10.