διαπνέω: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(13_6a)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0596.png Seite 596]] (s. [[πνέω]]), 1) durchwehen; αὔραις διαπνεῖσθαι, Xen. Symp. 2, 25; Arist. u. Folgde. – 2) auseinanderwehen, verwehen, bes. pass., διαλύεσθαι καὶ διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Plat. Phaed. 80 c; Arist.; von Blumen, verriechen, Theophr.; übh. verdampfen, ausdünsten, Medic.; Sp. brauchen auch das act. in der Bdtg zerfließen, verschwinden. – 3) dazwischen Athem holen, sich erholen, ἐκ δυσχερείας, Pol. 31, 16; absol., Plut. Cim. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0596.png Seite 596]] (s. [[πνέω]]), 1) durchwehen; αὔραις διαπνεῖσθαι, Xen. Symp. 2, 25; Arist. u. Folgde. – 2) auseinanderwehen, verwehen, bes. pass., διαλύεσθαι καὶ διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Plat. Phaed. 80 c; Arist.; von Blumen, verriechen, Theophr.; übh. verdampfen, ausdünsten, Medic.; Sp. brauchen auch das act. in der Bdtg zerfließen, verschwinden. – 3) dazwischen Athem holen, sich erholen, ἐκ δυσχερείας, Pol. 31, 16; absol., Plut. Cim. 12.
}}
{{ls
|lstext='''διαπνέω''': Ἐπ. -[[πνείω]], μέλλ. -πνεύσομαι· ― [[πνέω]], φυσῶ διὰ μέσου, ἐπὶ ἀέρος, δ. τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. Προβλ. 38. 3, πρβλ. Μετεωρ. 3. 1. 1, κτλ. ― Παθ., αὔραις διαπνεῖσθαι Ξεν. Συμπ. 2, 25, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 6. ΙΙ.[[ἀναπνέω]] ἐν τῷ [[μεταξύ]], «ἀνασαίνω», «παίρνω ἀνάσα», [[ἀναλαμβάνω]], ὡς τὸ [[ἀναπνέω]], Πλούτ. Κίμ. 12· ἔκ τινος Πολύβ. 31. 16, 1. ΙΙΙ. ἀμεταβ., διασκορπίζομαι ἐν εἴδει ἀτμῶν, ἐξατμίζομαι, Ἀριστ. Πολ. 17, 7, Ζ. Μ. 3. 8, 5, κ. ἀλλ.· οὕτω, IV. Παθ., διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 80C· δ. καὶ σήπεται τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 5, 24. 2) ἱδρώνω, Γαλην.· καὶ ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω ἀέρια, ὀσμήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 1, 3.
}}
}}

Revision as of 10:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπνέω Medium diacritics: διαπνέω Low diacritics: διαπνέω Capitals: ΔΙΑΠΝΕΩ
Transliteration A: diapnéō Transliteration B: diapneō Transliteration C: diapneo Beta Code: diapne/w

English (LSJ)

Ep. δια-πνείω, fut. -πνεύσομαι,

   A blow through, of air, δ. τὸ σῶμα Arist.Pr.967a3, cf. Mete.370b6, etc.:—Pass., αὔραις διαπνεῖσθαι X.Smp.2.25, cf. Arist.HA518a16, D.S.5.82.    2 intr., admit air, ἀπόφραξον ἅπαντα ὡς μὴ διαπνέειν HeroSpir.2.21.    II breathe between times, get breath, Plb.27.9.10, Plu.Cim.12, Ph.1.90,al.; ἐκ δυσχερείας Plb.31.4.1.    III intr., disperse in vapour, evaporate, Arist.Resp.479a17, PA671a20, cf. Ph. 2.42: so,    IV Pass., διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Pl.Phd.80c; δ. καὶ σήπεται τὸ σῶμα Arist.de An.411b9.    2 Medic., dissipate by exhalation, Aret.SA1.7:—Pass., Gal.15.377 (also intr. in pass. sense, διέπνευσε τὸ ἄλγος Aret.CA1.10).    3 Pass., of plants, exhale, διαπνεῖται καὶ ἐξατμίζεται Thphr.CP1.1.3, cf. M.Ant.6.16; of human beings, perspire, Id.3.1, Gal.15.377:—so Med., Hp.Alim.28.

German (Pape)

[Seite 596] (s. πνέω), 1) durchwehen; αὔραις διαπνεῖσθαι, Xen. Symp. 2, 25; Arist. u. Folgde. – 2) auseinanderwehen, verwehen, bes. pass., διαλύεσθαι καὶ διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Plat. Phaed. 80 c; Arist.; von Blumen, verriechen, Theophr.; übh. verdampfen, ausdünsten, Medic.; Sp. brauchen auch das act. in der Bdtg zerfließen, verschwinden. – 3) dazwischen Athem holen, sich erholen, ἐκ δυσχερείας, Pol. 31, 16; absol., Plut. Cim. 12.

Greek (Liddell-Scott)

διαπνέω: Ἐπ. -πνείω, μέλλ. -πνεύσομαι· ― πνέω, φυσῶ διὰ μέσου, ἐπὶ ἀέρος, δ. τὸ σῶμα Ἀριστ. Προβλ. 38. 3, πρβλ. Μετεωρ. 3. 1. 1, κτλ. ― Παθ., αὔραις διαπνεῖσθαι Ξεν. Συμπ. 2, 25, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 6. ΙΙ.ἀναπνέω ἐν τῷ μεταξύ, «ἀνασαίνω», «παίρνω ἀνάσα», ἀναλαμβάνω, ὡς τὸ ἀναπνέω, Πλούτ. Κίμ. 12· ἔκ τινος Πολύβ. 31. 16, 1. ΙΙΙ. ἀμεταβ., διασκορπίζομαι ἐν εἴδει ἀτμῶν, ἐξατμίζομαι, Ἀριστ. Πολ. 17, 7, Ζ. Μ. 3. 8, 5, κ. ἀλλ.· οὕτω, IV. Παθ., διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 80C· δ. καὶ σήπεται τὸ σῶμα Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 5, 24. 2) ἱδρώνω, Γαλην.· καὶ ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω ἀέρια, ὀσμήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 1, 3.