ἀποθεραπεύω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(c2) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] pflegen, Dion. Hal. 3, 71; heilen, Plut.; bes. eine Nachkur ([[ἀποθεραπεία]]) brauchen, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] pflegen, Dion. Hal. 3, 71; heilen, Plut.; bes. eine Nachkur ([[ἀποθεραπεία]]) brauchen, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποθερᾰπεύω''': [[θεραπεύω]] τινά, περιποιοῦμαι ἀυτὸν μετ’ ἐνδείξεων σεβασμοῦ, Διον. Ἁλ. 3. 71, κτλ. 2) [[θεραπεύω]] ἰατρικῶς, [[ὑποβάλλω]] εἰς θεραπείαν, τινὰ Ἱππ. 26. 52· τὸ ἀλγοῦν τινι Πλούτ. 2. 118C· [[ἐφαρμόζω]] ἀποθεραπείαν (ΙΙ.), Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Μed.141, Γαλην. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:41, 5 August 2017
English (LSJ)
A treat with attention and honour, D.H.3.71, Phld.Herc.1457.11, etc. 2 cure, τινά Hp.Praec.5; τὸ ἀλγοῦν τινι Plu.2.118c; apply ἀποθεραπεία to, τὰ μέρη Antyll. ap. Orib.7.16.10, Gal.6.201 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 303] pflegen, Dion. Hal. 3, 71; heilen, Plut.; bes. eine Nachkur (ἀποθεραπεία) brauchen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθερᾰπεύω: θεραπεύω τινά, περιποιοῦμαι ἀυτὸν μετ’ ἐνδείξεων σεβασμοῦ, Διον. Ἁλ. 3. 71, κτλ. 2) θεραπεύω ἰατρικῶς, ὑποβάλλω εἰς θεραπείαν, τινὰ Ἱππ. 26. 52· τὸ ἀλγοῦν τινι Πλούτ. 2. 118C· ἐφαρμόζω ἀποθεραπείαν (ΙΙ.), Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Μed.141, Γαλην.