θητεύω: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(13_4) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1211.png Seite 1211]] ein θής sein, um Lohn arbeiten u. dienen; Il. 21, 44 Od. 18, 357; [[παρά]] τινι, 11, 489, wie Eur. Alc. 3; ἐπὶ μισθῷ παρὰ βασιλῆϊ Her. 8, 137; Plat. Euthyph. 4 c Rep. II, 359 d u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1211.png Seite 1211]] ein θής sein, um Lohn arbeiten u. dienen; Il. 21, 44 Od. 18, 357; [[παρά]] τινι, 11, 489, wie Eur. Alc. 3; ἐπὶ μισθῷ παρὰ βασιλῆϊ Her. 8, 137; Plat. Euthyph. 4 c Rep. II, 359 d u. öfter. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θητεύω''': [[δουλεύω]] ἐπὶ μισθῷ (ἴδε θής), Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν Ἰλ. Φ. 444, πρβλ. Ὀδ. Σ. 357· θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ Λ. 489, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 6, Κύκλ. 77, Πλάτ. Εὐθύφρ. 4C, Πολ. 359D· θ. ἐπὶ μισθῷ [[παρά]] τινι Ἡρόδ. 8. 137· θ. εἰς τὸ [[τεῖχος]], [[ἐργάζομαι]] εἰς τὸ τ., Φιλόστρ. 721· θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ, ὑπηρετεῖν, Ἀνθ. Π. 5. 293, 12. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:42, 5 August 2017
English (LSJ)
A to be a serf or labourer, Λαομέδοντι . . θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν Il.21.444, cf. Od.18.357; θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ 11.489, cf. E.Alc.6, Cyc.77 (lyr.), Pl.Euthphr.4c, R.359d, Phld.Piet.63; θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Hdt.8.137; θ. εἰς τὸ τεῖχος labour at it, Philostr.Her.12a.3; θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ serve, AP5.292.12 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1211] ein θής sein, um Lohn arbeiten u. dienen; Il. 21, 44 Od. 18, 357; παρά τινι, 11, 489, wie Eur. Alc. 3; ἐπὶ μισθῷ παρὰ βασιλῆϊ Her. 8, 137; Plat. Euthyph. 4 c Rep. II, 359 d u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
θητεύω: δουλεύω ἐπὶ μισθῷ (ἴδε θής), Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν Ἰλ. Φ. 444, πρβλ. Ὀδ. Σ. 357· θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ Λ. 489, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 6, Κύκλ. 77, Πλάτ. Εὐθύφρ. 4C, Πολ. 359D· θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Ἡρόδ. 8. 137· θ. εἰς τὸ τεῖχος, ἐργάζομαι εἰς τὸ τ., Φιλόστρ. 721· θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ, ὑπηρετεῖν, Ἀνθ. Π. 5. 293, 12.