ἐκλακτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
(13_3)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0766.png Seite 766]] mit den Füßen hinten ausschlagen, Hippocr.; [[σκέλος]] Ar. Vesp. 1492. 1525; ἐκλελάκτικεν, er ist entflohen, Men. bei Suid. – Uebertr., Etwas mit Verachtung von sich stoßen, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0766.png Seite 766]] mit den Füßen hinten ausschlagen, Hippocr.; [[σκέλος]] Ar. Vesp. 1492. 1525; ἐκλελάκτικεν, er ist entflohen, Men. bei Suid. – Uebertr., Etwas mit Verachtung von sich stoßen, K. S.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκλακτίζω''': [[λακτίζω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἐπὶ κωμικοῦ χοροῦ, [[σκέλος]] οὐράνιον ἐκλακτίζων Ἀριστοφ. Σφ. 1492· τὸ Φρυνίχειον ἐκλακτισάτω τις [[αὐτόθι]] 1525· ἀπολ., Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 66. 2) μεταφ., [[φεύγω]], ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν [[μοιχός]], «ἀποβέβηκεν, ἀπέφυγεν» (Σουΐδ.), «τὸ ἔκοψε λάσπη», Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 10. 3) [[λακτίζω]], «κλωτσῶ», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 132G, κτλ. 4) [[ἀπολακτίζω]], Θεοφίλ. Ἐπιστ. 13, σ. 37, ἔκδ. Boiss. 5) κατασπαταλῶ, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἰωάννης ὁ ἐκ Καππαδοκίας.
}}
}}

Revision as of 10:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλακτίζω Medium diacritics: ἐκλακτίζω Low diacritics: εκλακτίζω Capitals: ΕΚΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: eklaktízō Transliteration B: eklaktizō Transliteration C: eklaktizo Beta Code: e)klakti/zw

English (LSJ)

   A kick out, fling out behind, σκέλος οὐράνιον Ar.V.1492 ; τὸ Φρυνίχειον ἐ. ib.1525 : abs., Eup.411, Hp.Art.82.    2 metaph., escape, run away, Men.16; also εἰς κραιπάλην Procop.Pers.1.24.

German (Pape)

[Seite 766] mit den Füßen hinten ausschlagen, Hippocr.; σκέλος Ar. Vesp. 1492. 1525; ἐκλελάκτικεν, er ist entflohen, Men. bei Suid. – Uebertr., Etwas mit Verachtung von sich stoßen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλακτίζω: λακτίζω πρὸς τὰ ὀπίσω, ἐπὶ κωμικοῦ χοροῦ, σκέλος οὐράνιον ἐκλακτίζων Ἀριστοφ. Σφ. 1492· τὸ Φρυνίχειον ἐκλακτισάτω τις αὐτόθι 1525· ἀπολ., Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 66. 2) μεταφ., φεύγω, ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός, «ἀποβέβηκεν, ἀπέφυγεν» (Σουΐδ.), «τὸ ἔκοψε λάσπη», Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 10. 3) λακτίζω, «κλωτσῶ», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 132G, κτλ. 4) ἀπολακτίζω, Θεοφίλ. Ἐπιστ. 13, σ. 37, ἔκδ. Boiss. 5) κατασπαταλῶ, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἰωάννης ὁ ἐκ Καππαδοκίας.