γύναιος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
(13_5)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] = [[γυναικεῖος]], weiblich; Hom. zweimal, γυναίων [[εἵνεκα]] δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] = [[γυναικεῖος]], weiblich; Hom. zweimal, γυναίων [[εἵνεκα]] δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31.
}}
{{ls
|lstext='''γύναιος''': -α, -ον,= [[γυναικεῖος]], γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», [[λέξις]] ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] περιφρονητικῆς σημασίας, [[ἀδύνατος]] [[γυνή]], Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9.
}}
}}

Revision as of 10:45, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύναιος Medium diacritics: γύναιος Low diacritics: γύναιος Capitals: ΓΥΝΑΙΟΣ
Transliteration A: gýnaios Transliteration B: gynaios Transliteration C: gynaios Beta Code: gu/naios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον,

   A = γυναικεῖος, γ. δῶρα presents made to a woman, Od.11.521.15.247; φυὴ γυναίη Mosch.2.45.    II Subst. γύναιον, τό, little woman, term of endearment for a wife, Ar.V.610, Th.792: more freq. in a contemptuous sense, weak woman, And.1.130, etc.; γυναίου πρᾶγυ' ἐποίει D.25.57, cf. Arist.EN1171b10: but simply, = γυνή, Aen.Tact.2.6, D.S.17.24, J.AJ1.12.4, al., Ph.1.99, al., Plu. Pel.9.

German (Pape)

[Seite 511] = γυναικεῖος, weiblich; Hom. zweimal, γυναίων εἵνεκα δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31.

Greek (Liddell-Scott)

γύναιος: -α, -ον,= γυναικεῖος, γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», λέξις ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― συχνάκις μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, ἀδύνατος γυνή, Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9.