πηνίον: Difference between revisions
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(13_5) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] τό, 1) Diminutivform von [[πῆνος]] oder [[πήνη]], der auf die Spule gewickelte Faden des Einschlags; Il. 23, 762, wo es Andere für die Spule oder Spindel selbst erklärten; sp. D., wie Nicarch. 10 (VI, 285). – 2) ein Insect; Ath. XV, 667 f; Arist. H. A. 5, 19, zu den κώνωπες gerechnet. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] τό, 1) Diminutivform von [[πῆνος]] oder [[πήνη]], der auf die Spule gewickelte Faden des Einschlags; Il. 23, 762, wo es Andere für die Spule oder Spindel selbst erklärten; sp. D., wie Nicarch. 10 (VI, 285). – 2) ein Insect; Ath. XV, 667 f; Arist. H. A. 5, 19, zu den κώνωπες gerechnet. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πηνίον''': Δωρικ. [[πανίον]], τό, ὑποκοριστικ. (μόνον κατὰ τύπον) τοῦ [[πῆνος]] ἢ [[πήνη]]. ἄτρακτος, κοινῶς «ἀδράχτι», «ἄτρακτος· εἰς ὃν εἱλεῖται ἡ [[κρόκη]]» Ἡσύχ.· [[πηνίον]] ἐξέλκουσα πάρεκ μίτον, ἐπὶ γυναικὸς νηθούσης, Ἰλ. Ψ. 762· ἐν τῷ πληθ., τὰ τροχαῖα [[πανία]] Ἀνθ. Π. 288, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 5, Ἀνθ. Π. 6. 285, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 1101. ΙΙ. [[εἶδος]] κώνωπος, Phalaena geometra, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 9, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙΙ. κόσμημά τι ἐπιτιθέμενον ἐπὶ πλακουντίων, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 79, Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:47, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. πᾱνίον,
A to/, Dim. (in form) of πῆνος or πήνη, bobbin, spool (ἄτρακτος, εἰς ὃν εἰλεῖται ἡ κρόκη Hsch.), π. ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον Il.23.762 : pl., τὰ τροχαῖα πανία AP6.288 (Leon.), cf. Thphr.HP6.4.5, AP6.285 (Nicarch.(?)); prob. in POxy.1740.6 (iii/iv A. D.). 2 quill, IG22.1522.22. II a kind of pupa, perh. of currant-moth, Abraxas grossulariata, Ar.Fr.377, Arist.HA551b6. III ornament put on cakes, Poll.6.79, Hsch.
German (Pape)
[Seite 611] τό, 1) Diminutivform von πῆνος oder πήνη, der auf die Spule gewickelte Faden des Einschlags; Il. 23, 762, wo es Andere für die Spule oder Spindel selbst erklärten; sp. D., wie Nicarch. 10 (VI, 285). – 2) ein Insect; Ath. XV, 667 f; Arist. H. A. 5, 19, zu den κώνωπες gerechnet.
Greek (Liddell-Scott)
πηνίον: Δωρικ. πανίον, τό, ὑποκοριστικ. (μόνον κατὰ τύπον) τοῦ πῆνος ἢ πήνη. ἄτρακτος, κοινῶς «ἀδράχτι», «ἄτρακτος· εἰς ὃν εἱλεῖται ἡ κρόκη» Ἡσύχ.· πηνίον ἐξέλκουσα πάρεκ μίτον, ἐπὶ γυναικὸς νηθούσης, Ἰλ. Ψ. 762· ἐν τῷ πληθ., τὰ τροχαῖα πανία Ἀνθ. Π. 288, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 5, Ἀνθ. Π. 6. 285, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 1101. ΙΙ. εἶδος κώνωπος, Phalaena geometra, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 9, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙΙ. κόσμημά τι ἐπιτιθέμενον ἐπὶ πλακουντίων, Πολυδ. Ϛ΄, 79, Ἡσύχ.