φοινικήϊος: Difference between revisions
(13_4) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ion. statt [[φοινίκειος]], [[φοινίκεος]] 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; [[οἶνος]], Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη [[νοῦσος]], = [[ἐλεφαντίασις]], Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ion. statt [[φοινίκειος]], [[φοινίκεος]] 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; [[οἶνος]], Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη [[νοῦσος]], = [[ἐλεφαντίασις]], Hippocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φοινῑκήϊος''': -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ [[φοινίκειος]], = [[φοινίκινος]] Ι, ὁ ἐκ φοίνικος ἢ φοινικοδένδρου («χουρμαδιᾶς»), ἐσθὴς φοινικηίη, [[ἔνδυμα]] ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡρόδ. 4. 43· φ. [[οἶνος]], [[οἶνος]] ἐκ φοινίκων («χουρμάδων»), [[αὐτόθι]] 2. 86, κλπ.· [[οὕτως]] ἐν 1. 194· ὁ Valla διώρθωσε βίκους φοινικηίου... οἴνου (ἀντὶ -ηίους)· ― φοινικηίη [[νοῦσος]] = [[ἐλεφαντίασις]], Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ ἐκ Φοινίκης, [[Φοινικικός]], Ἡρόδ. 3. 37., 8. 90 καὶ 97· Φοινικήια γράμματα, ὁ [[ἀρχαῖος]] Ἰων. [[ἀλφάβητος]], ὁ αὐτ. 5. 58, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 37, καὶ Böckh ἐν τόπῳ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:47, 5 August 2017
English (LSJ)
η, ον, Ion. for φοινίκειος,
A = φοινίκινος 1, of the datepalm, ἐσθὴς φ. clothing of palm leaves, Hdt.4.43; οἶνος φ. palm-wine, Id.2.86; βίκους φοινικηΐους (-ηΐου Valla) . . οἴνου πλέους 1.194; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hp. ap. Gal.19.153. II Phoenician, Hdt.3.37, 8.90, 97; γράμματα Φοινικήϊα, of the ancient Ionic alphabet, Id.5.58, cf. Scamon 2; Φ. alone, SIG38.37 (Teos, v B. C.).
German (Pape)
[Seite 1295] ion. statt φοινίκειος, φοινίκεος 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; οἶνος, Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ φοινίκειος, = φοινίκινος Ι, ὁ ἐκ φοίνικος ἢ φοινικοδένδρου («χουρμαδιᾶς»), ἐσθὴς φοινικηίη, ἔνδυμα ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡρόδ. 4. 43· φ. οἶνος, οἶνος ἐκ φοινίκων («χουρμάδων»), αὐτόθι 2. 86, κλπ.· οὕτως ἐν 1. 194· ὁ Valla διώρθωσε βίκους φοινικηίου... οἴνου (ἀντὶ -ηίους)· ― φοινικηίη νοῦσος = ἐλεφαντίασις, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ ἐκ Φοινίκης, Φοινικικός, Ἡρόδ. 3. 37., 8. 90 καὶ 97· Φοινικήια γράμματα, ὁ ἀρχαῖος Ἰων. ἀλφάβητος, ὁ αὐτ. 5. 58, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 37, καὶ Böckh ἐν τόπῳ.