τρωπάω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
(12)
 
(6_20)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=trwpa/w
|Beta Code=trwpa/w
|Definition=poet. for <b class="b3">τρέπω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">turn, change</b>, <b class="b3">ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν</b>, of the nightingale, <span class="bibl">Od.19.521</span>:—Med., <b class="b2">turn oneself, turn about</b>, πάλιν τρωπᾶσθαι <span class="bibl">Il.16.95</span>; πρὸς πόλιν <span class="bibl">Od.24.536</span>; φόβονδε <span class="bibl">Il.15.666</span>; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν <span class="bibl">11.568</span>; cf. <b class="b3">τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω</b>, Hsch.</span>
|Definition=poet. for <b class="b3">τρέπω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">turn, change</b>, <b class="b3">ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν</b>, of the nightingale, <span class="bibl">Od.19.521</span>:—Med., <b class="b2">turn oneself, turn about</b>, πάλιν τρωπᾶσθαι <span class="bibl">Il.16.95</span>; πρὸς πόλιν <span class="bibl">Od.24.536</span>; φόβονδε <span class="bibl">Il.15.666</span>; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν <span class="bibl">11.568</span>; cf. <b class="b3">τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω</b>, Hsch.</span>
}}
{{ls
|lstext='''τρωπάω''': ποιητ. ἀντὶ [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, [[πάλιν]] τρωπᾶσθαι, «εἰς [[τοὐπίσω]] ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· [[μηδὲ]] τρωπᾶσθε φόβονδε, [[μηδὲ]] τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. [[τροχάω]], στροφάω, [[νωμάω]] ― Πρβλ. [[τροπάομαι]].
}}
}}

Revision as of 10:49, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωπάω Medium diacritics: τρωπάω Low diacritics: τρωπάω Capitals: ΤΡΩΠΑΩ
Transliteration A: trōpáō Transliteration B: trōpaō Transliteration C: tropao Beta Code: trwpa/w

English (LSJ)

poet. for τρέπω,

   A turn, change, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, of the nightingale, Od.19.521:—Med., turn oneself, turn about, πάλιν τρωπᾶσθαι Il.16.95; πρὸς πόλιν Od.24.536; φόβονδε Il.15.666; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν 11.568; cf. τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρωπάω: ποιητ. ἀντὶ τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, πάλιν τρωπᾶσθαι, «εἰς τοὐπίσω ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε, μηδὲ τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. τροχάω, στροφάω, νωμάω ― Πρβλ. τροπάομαι.