ἀνακηκίω: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(13_4) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0191.png Seite 191]] hervordringen, -quellen, [[αἷμα]], Il. 7, 262; [[ἱδρώς]], ausbrechen, 13, 705. 23, 507, wie Plat. Phaedr. 151 b u. Hippocr. – Trans., hervorquellen lassen, ἀτμόν, aushauchen, Ap. Rh. 4, 600; Tryph. 322; Nonn. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0191.png Seite 191]] hervordringen, -quellen, [[αἷμα]], Il. 7, 262; [[ἱδρώς]], ausbrechen, 13, 705. 23, 507, wie Plat. Phaedr. 151 b u. Hippocr. – Trans., hervorquellen lassen, ἀτμόν, aushauchen, Ap. Rh. 4, 600; Tryph. 322; Nonn. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνακηκίω''': ἀναφέρομαι, ἀναβλύζω, [[ἐκρέω]], ἐξορμῶ, ἀνεκήκιεν [[αἷμα]], «ἀνίει» (Σχολ.), Ἰλ. Η. 262· ἀνακηκίει ἱδρὼς Ν. 705· πέτρης = ἐκ πέτρης, Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 227. 2) σπάν. παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀναβράζω, [[καχλάζω]], πάλλομαι [[μετὰ]] σφοδρότητος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, [[κάμνω]] τι νὰ ἀναβλύσῃ, νὰ ἐξορμήσῃ, [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὅρα Wellauer Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 600. [ῐ Ἐπ., πρβλ. [[κηκίω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 5 August 2017
English (LSJ)
A spout up, gush forth, ἀνεκήκιεν αἷμα Il.7.262; ἀνακηκίει ἱδρώς 13.705; πέτρης from... A.R.3.227. 2 rare in Prose, bubble up, throb violently, Pl.Phdr.251b. II causal, make to spout out, freq. in later Ep., A.R.4.600, Nonn.D.12.359, Tryph.322. [ῐ Ep., cf. κηκίω.]
German (Pape)
[Seite 191] hervordringen, -quellen, αἷμα, Il. 7, 262; ἱδρώς, ausbrechen, 13, 705. 23, 507, wie Plat. Phaedr. 151 b u. Hippocr. – Trans., hervorquellen lassen, ἀτμόν, aushauchen, Ap. Rh. 4, 600; Tryph. 322; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακηκίω: ἀναφέρομαι, ἀναβλύζω, ἐκρέω, ἐξορμῶ, ἀνεκήκιεν αἷμα, «ἀνίει» (Σχολ.), Ἰλ. Η. 262· ἀνακηκίει ἱδρὼς Ν. 705· πέτρης = ἐκ πέτρης, Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 227. 2) σπάν. παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀναβράζω, καχλάζω, πάλλομαι μετὰ σφοδρότητος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, κάμνω τι νὰ ἀναβλύσῃ, νὰ ἐξορμήσῃ, συχνάκις παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὅρα Wellauer Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 600. [ῐ Ἐπ., πρβλ. κηκίω].