δόκημα: Difference between revisions
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
(13_1) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] τό, Erscheinung; νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων Eur. Herc. Fur. 111; Schein, τὰ δοκήμασιν σοφά Troad. 411. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] τό, Erscheinung; νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων Eur. Herc. Fur. 111; Schein, τὰ δοκήμασιν σοφά Troad. 411. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δόκημα''': τό, [[ὅραμα]], [[φάντασμα]], δ. ὀνείρων Εὐρ. Η. Μ. 111· τὰ δοκήματα = οἱ δοκοῦντες, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 451. 52· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οἱ κατὰ τὸ φαινόμενον σοφοί, Εὐρ. Τρῳ. 111. 2) γνώμη, [[προσδοκία]], δοκημάτων ἐκτὸς ὁ αὐτ. Η. Μ. 771. 3) = [[δόγμα]] ἐν Ἐπιγραφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A vision, fancy, δ. ὀνείρων E.HF111 (lyr.); τὰ σοκήμασιν σοφά Id.Tr.411; δοκήματα make-believes, of adopted sons, Id.Fr.359. 2 opinion, expectation, δοκημάτων ἐκτός Id.HF771 (lyr.). II = δόγμα, δ. τοῦ συνεδρίου IG12(3).1259.3 (Cimolus), Schwyzer 91.27 (Argos, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 653] τό, Erscheinung; νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων Eur. Herc. Fur. 111; Schein, τὰ δοκήμασιν σοφά Troad. 411.
Greek (Liddell-Scott)
δόκημα: τό, ὅραμα, φάντασμα, δ. ὀνείρων Εὐρ. Η. Μ. 111· τὰ δοκήματα = οἱ δοκοῦντες, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 451. 52· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οἱ κατὰ τὸ φαινόμενον σοφοί, Εὐρ. Τρῳ. 111. 2) γνώμη, προσδοκία, δοκημάτων ἐκτὸς ὁ αὐτ. Η. Μ. 771. 3) = δόγμα ἐν Ἐπιγραφ.