καταθρύπτω: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(13_3) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] zerreiben, zermalmen; τοὺς ἄρτους εἰς [[γάλα]], einbrocken, D. Sic. 1, 83; Nic. Al. 61; [[ἄρτος]] εἰς [[κρᾶμα]] καταθρυβείς Clem. Al.; a. Sp., auch καταθρυφθείς, Eust. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] zerreiben, zermalmen; τοὺς ἄρτους εἰς [[γάλα]], einbrocken, D. Sic. 1, 83; Nic. Al. 61; [[ἄρτος]] εἰς [[κρᾶμα]] καταθρυβείς Clem. Al.; a. Sp., auch καταθρυφθείς, Eust. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταθρύπτω''': «θρύβω», «καταθρύβω»,Νικ. Ἀλεξιφ. 61, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 663Ε· καταθρ. ἄρτους εἰς [[γάλα]] Διόδ. 1. 83· ἄρτος εἰς [[κρᾶμα]] καταθρῠβεὶς Κλήμ. Ἀλ. 126. - Πρβλ. [[κατατρίβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 5 August 2017
English (LSJ)
A break in pieces, γυῖα Nic.Al.61; λάγανον Artem. ap. Ath.14.663e; κ. ἄρτους εἰς γάλα D.S.1.83, cf. Dieuch. ap. Orib.Syn. 5.33 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1349] zerreiben, zermalmen; τοὺς ἄρτους εἰς γάλα, einbrocken, D. Sic. 1, 83; Nic. Al. 61; ἄρτος εἰς κρᾶμα καταθρυβείς Clem. Al.; a. Sp., auch καταθρυφθείς, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καταθρύπτω: «θρύβω», «καταθρύβω»,Νικ. Ἀλεξιφ. 61, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 663Ε· καταθρ. ἄρτους εἰς γάλα Διόδ. 1. 83· ἄρτος εἰς κρᾶμα καταθρῠβεὶς Κλήμ. Ἀλ. 126. - Πρβλ. κατατρίβω.