σύμφυσις: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(c2)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, das Zusammenwachsen, Verwachsen, Plat. Tim. 77 d; übh. Zusammenhang, Verbindung, Arist. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, das Zusammenwachsen, Verwachsen, Plat. Tim. 77 d; übh. Zusammenhang, Verbindung, Arist. u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''σύμφῠσις''': ἡ, ([[συμφύω]]) τὸ συμφύεσθαι τὸ συναυξάνεσθαι, φυσικὴ [[συνένωσις]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, περὶ Ἄρθρ. 800· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφή, [[ἐπειδὴ]] σημαίνει οὐχὶ τὴν ἁπλῆν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα ἐπαφὴν ἀλλὰ συνέχειαν οὐσίας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 2, πρβλ. 10. 12., 15, Φυσ. 5. 3, 9· σ. ὀστῶν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 11· [[οὕτως]] ἐπὶ ἑνώσεως ὀστῶν, κατὰ σύμφυσιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἄρθρωσιν (κατ’ ἄρθρον), Γαλην. 2. 734· ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκὸς Πλάτ. Τίμ. 77D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4· [[ἔντερον]] συμφύσεις ἔχον, διῃρημένον εἰς μέρη διὰ συσφίγξεως, [[αὐτόθι]] 2. 17, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· ἡ σ. τοῦ πνεύματος κατὰ ῥάχιν Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 9· ἐπὶ τῆς γλώσσης, [[αὐτόθι]] 1. 7.
}}
}}

Revision as of 11:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφῠσις Medium diacritics: σύμφυσις Low diacritics: σύμφυσις Capitals: ΣΥΜΦΥΣΙΣ
Transliteration A: sýmphysis Transliteration B: symphysis Transliteration C: symfysis Beta Code: su/mfusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συμφύω)

   A growing together, natural junction, esp. of the bones, Hp.Fract.37, cf. Art.34; opp. ἁφή, as being not mere contact, but continuity of substance, Arist.Metaph.1014b22, cf. 1069a12, Ph.227a23; σ. ὀστῶν Id.HA518b8; so of bones united, κατὰ σύμφυσιν, opp. articulation (κατ' ἄρθρον), Gal.2.734, PLit.Lond.167.19 (ii/iii A.D.); of attachment of muscles to bones, Gal.2.445,484; ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκός Pl.Ti.77d, cf. Arist.HA547a16, PA 693b25; ἡ πρὸς τὴν μήτραν σ. [τοῦ Χορίου] Sor.1.73; closing or healing up of an injured tree, Thphr.HP9.2.6; ἡ σ. καὶ ἡ τάξις structure and arrangement of a physical body, Id.Sens.79, cf. Lap.11; ἔντερον συμφύσεις ἔχον, of intestines divided into chambers by constriction, Arist.HA507b35; ἡ σ. τοῦ πνεύμονος κατὰ ῥάχιν Aret.SD1.9; of the tongue, ib.7.    2 metaph. of the mystic's union with the Supreme Being, Porph.Abst.1.29.

German (Pape)

[Seite 993] ἡ, das Zusammenwachsen, Verwachsen, Plat. Tim. 77 d; übh. Zusammenhang, Verbindung, Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφῠσις: ἡ, (συμφύω) τὸ συμφύεσθαι τὸ συναυξάνεσθαι, φυσικὴ συνένωσις, μάλιστα ἐπὶ τῶν ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, περὶ Ἄρθρ. 800· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφή, ἐπειδὴ σημαίνει οὐχὶ τὴν ἁπλῆν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα ἐπαφὴν ἀλλὰ συνέχειαν οὐσίας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 2, πρβλ. 10. 12., 15, Φυσ. 5. 3, 9· σ. ὀστῶν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 11· οὕτως ἐπὶ ἑνώσεως ὀστῶν, κατὰ σύμφυσιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἄρθρωσιν (κατ’ ἄρθρον), Γαλην. 2. 734· ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκὸς Πλάτ. Τίμ. 77D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4· ἔντερον συμφύσεις ἔχον, διῃρημένον εἰς μέρη διὰ συσφίγξεως, αὐτόθι 2. 17, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· ἡ σ. τοῦ πνεύματος κατὰ ῥάχιν Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 9· ἐπὶ τῆς γλώσσης, αὐτόθι 1. 7.