ῥῆξις: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(13_3) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] ἡ, das Reißen, Durchbrechen, Plut. Aem. P. 14; der Riß, Ritz, Spalt, Durchbruch, Eur. Phoen. 1262, Arist. u. Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 3, öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] ἡ, das Reißen, Durchbrechen, Plut. Aem. P. 14; der Riß, Ritz, Spalt, Durchbruch, Eur. Phoen. 1262, Arist. u. Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 3, öfter. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥῆξις''': -εως, ἡ, (ῥήγνυμαι) [[διάρρηξις]], «σπάσιμον», φλεβίου Ἱππ. Ἀφ. 1252· ὀστέου ὁ αὐτ. ἐν Τρωμ. Κεφ. 903· - ἐμπύρους τ’ ἀκμὰς ῥήξεις τε ἐνώμων, παρετήρουν (οἱ μάντεις) τὰς εἰς ὀξὺ ληγούσας φλόγας καὶ τὰς διαρρηγνυμένας ἀτάκτως (ὧν αἱ πρῶται ἦσαν καλὸς [[οἰωνός]], αἱ δὲ δεύτεραι κακός), Εὐρ. Φοίν. 1255, πρβλ. πυρὸς ἀκμαῖς Ἐπικράτ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1· κατὰ ῥῆξιν νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 11· ῥ. ἀέρος, ὡς [[ἀποτέλεσμα]] ἰσχυροῦ ἤχου, Πλουτ. Φλαμ. 10. 2) [[διάρρηξις]], [[ἐκροή]], τῶν καταμηνίων Ἱππ. Ἀφ. 1248· αἵματος ῥ. ἐκ τῶν ῥινῶν ὁ αὐτ. 38. 46· - [[πύωσις]], «ὄμπυασμα», ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1253, πρβλ. 1191Α. ΙΙ. ὡς τὸ [[ῥῆγμα]], βάθεσι μεγάλοις καὶ ῥήξεσιν Πλούτ. 2. 935C. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:09, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, Aeol. ϝρῆξις Alc.149:—
A breaking, bursting, φλεβίου Hp.Aph.4.78; sc. ὀστέου Id.VC12; πλευμόνων Phld.Ir.p.28 W. (pl.); ἐμπύρους τ' ἀκμὰς ῥήξεις τε, i.e. both the pointed flames and the broken (the former a good omen, the latter bad), E.Ph.1256; κατὰ ῥῆξιν νέφους Arist.Mu.394b17, cf. Stoic.1.34; ἀέρος ῥ., as the effect of a mighty shout, Plu.Flam.10. 2 breaking forth, τῶν καταμηνίων Hp.Aph.3.28 (pl.); αἵματος ῥ. διὰ ῥινῶν Id.Prog.7; discharge, Id.Aph.5.15, Epid.6.6.12. II rent, cleft, Plu.2.935c (pl.); ῥήξεις ἐν τοῖς τείχεσιν Ph.Bel.84.22.
German (Pape)
[Seite 840] ἡ, das Reißen, Durchbrechen, Plut. Aem. P. 14; der Riß, Ritz, Spalt, Durchbruch, Eur. Phoen. 1262, Arist. u. Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 3, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῆξις: -εως, ἡ, (ῥήγνυμαι) διάρρηξις, «σπάσιμον», φλεβίου Ἱππ. Ἀφ. 1252· ὀστέου ὁ αὐτ. ἐν Τρωμ. Κεφ. 903· - ἐμπύρους τ’ ἀκμὰς ῥήξεις τε ἐνώμων, παρετήρουν (οἱ μάντεις) τὰς εἰς ὀξὺ ληγούσας φλόγας καὶ τὰς διαρρηγνυμένας ἀτάκτως (ὧν αἱ πρῶται ἦσαν καλὸς οἰωνός, αἱ δὲ δεύτεραι κακός), Εὐρ. Φοίν. 1255, πρβλ. πυρὸς ἀκμαῖς Ἐπικράτ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1· κατὰ ῥῆξιν νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 11· ῥ. ἀέρος, ὡς ἀποτέλεσμα ἰσχυροῦ ἤχου, Πλουτ. Φλαμ. 10. 2) διάρρηξις, ἐκροή, τῶν καταμηνίων Ἱππ. Ἀφ. 1248· αἵματος ῥ. ἐκ τῶν ῥινῶν ὁ αὐτ. 38. 46· - πύωσις, «ὄμπυασμα», ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1253, πρβλ. 1191Α. ΙΙ. ὡς τὸ ῥῆγμα, βάθεσι μεγάλοις καὶ ῥήξεσιν Πλούτ. 2. 935C.