πρόοψις: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(b) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0738.png Seite 738]] ἡ, das Vorhersehen, Thuc. 5, 8 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0738.png Seite 738]] ἡ, das Vorhersehen, Thuc. 5, 8 u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρόοψις''': -εως, ἡ, τὸ ὁρᾶν τι πρότερον, Θουκ. 5. 8. ΙΙ. οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ..., οὐκ οὔσης εἰς τὸ [[πρόσω]] ὄψεως..., ὁ αὐτ. 4. 29 (διάφ. γραφ. προσόψεως). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A foreseeing, Th.5.8. II seeing before one, οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ .. since there was no seeing where... cj. in Id.4.29 (προσόψεως codd.). III provision, σταθμῶν SIG880.15 (Pizus, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 738] ἡ, das Vorhersehen, Thuc. 5, 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρόοψις: -εως, ἡ, τὸ ὁρᾶν τι πρότερον, Θουκ. 5. 8. ΙΙ. οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ..., οὐκ οὔσης εἰς τὸ πρόσω ὄψεως..., ὁ αὐτ. 4. 29 (διάφ. γραφ. προσόψεως).