ἐτεῇ: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(13_2)
 
(6_6)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1047.png Seite 1047]] (dat. tem. von [[ἐτεός]]), in der That, in der Wahrheit, Democrit. bei Sext. Emp. pyrrh. 1, 214 adv. log. 1, 136, wo auch ἐτεῆς steht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1047.png Seite 1047]] (dat. tem. von [[ἐτεός]]), in der That, in der Wahrheit, Democrit. bei Sext. Emp. pyrrh. 1, 214 adv. log. 1, 136, wo auch ἐτεῆς steht.
}}
{{ls
|lstext='''ἐτεῇ''': ἐπίρρ. τοῦ [[ἐτεός]], πράγματι, ἀληθῶς, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 3. σ. 2· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 214, Διογ. Λ. 9.72. - Ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 1179, ἀντὶ τῆς ἐν Ἀντιγράφῳ γραφῆς ([[Ζεὺς]] αἰτεῖ τὰ ἕκαστ’, ἐπιδέρκεται) τινὲς ἀναγινώσκουσιν: [[ἐτεῇ]] (ἔτι που Ἕρμαννος, ἀτενὲς Merkel, ἐτεὸν Meineke, αὐτὸς Κῶδ. Βατ. κ. Παρισ.)
}}
}}

Revision as of 11:10, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1047] (dat. tem. von ἐτεός), in der That, in der Wahrheit, Democrit. bei Sext. Emp. pyrrh. 1, 214 adv. log. 1, 136, wo auch ἐτεῆς steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτεῇ: ἐπίρρ. τοῦ ἐτεός, πράγματι, ἀληθῶς, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 3. σ. 2· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 214, Διογ. Λ. 9.72. - Ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 1179, ἀντὶ τῆς ἐν Ἀντιγράφῳ γραφῆς (Ζεὺς αἰτεῖ τὰ ἕκαστ’, ἐπιδέρκεται) τινὲς ἀναγινώσκουσιν: ἐτεῇ (ἔτι που Ἕρμαννος, ἀτενὲς Merkel, ἐτεὸν Meineke, αὐτὸς Κῶδ. Βατ. κ. Παρισ.)