ἐτεῇ

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτεῇ Medium diacritics: ἐτεῇ Low diacritics: ετεή Capitals: ΕΤΕΗ
Transliteration A: eteē̂i Transliteration B: eteē Transliteration C: etei Beta Code: e)teh=|

English (LSJ)

in reality; v. ἐτεός.

German (Pape)

[Seite 1047] (dat. tem. von ἐτεός), in der Tat, in der Wahrheit, Democrit. bei Sext. Emp. pyrrh. 1, 214 adv. log. 1, 136, wo auch ἐτεῆς steht.

Russian (Dvoretsky)

ἐτεῇ: adv. на самом деле, действительно Democr. ap. Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτεῇ: ἐπίρρ. τοῦ ἐτεός, πράγματι, ἀληθῶς, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 3. σ. 2· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 214, Διογ. Λ. 9.72. - Ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 1179, ἀντὶ τῆς ἐν Ἀντιγράφῳ γραφῆς (Ζεὺς αἰτεῖ τὰ ἕκαστ’, ἐπιδέρκεται) τινὲς ἀναγινώσκουσιν: ἐτεῇ (ἔτι που Ἕρμαννος, ἀτενὲς Merkel, ἐτεὸν Meineke, αὐτὸς Κῶδ. Βατ. κ. Παρισ.)

Greek Monolingual

ἐτεῇ (Α) ετεός
επίρρ. βλ. ετεός.