κατεφάλλομαι: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(13_4) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1399.png Seite 1399]] (s. [[ἅλλομαι]]), herab- u. darauflosspringen; vom Angriff, ἐξ ἵππων [[κατεπάλμενος]] [[ἀντίος]] [[ἔστη]] Il. 11, 94; νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον [[κῦμα]] Ap. Rh. 2, 583; Opp. Cyn. 3, 130. Vgl. [[καταπάλλω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1399.png Seite 1399]] (s. [[ἅλλομαι]]), herab- u. darauflosspringen; vom Angriff, ἐξ ἵππων [[κατεπάλμενος]] [[ἀντίος]] [[ἔστη]] Il. 11, 94; νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον [[κῦμα]] Ap. Rh. 2, 583; Opp. Cyn. 3, 130. Vgl. [[καταπάλλω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατεφάλλομαι''': ἀποθ., ἐπιπηδῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐφορμῶ, [[κατεπάλμενος]] (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:17, 5 August 2017
English (LSJ)
A leap down against, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il.11.94 (where Sch.A read κατ-απ-άλμενος); swoop down upon, κῦμα . . νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον A.R.2.583, cf. Opp.C.3.120; κατέπαλτο leapt upon him, Tryph.478; leapt down, οὐρανόθεν Nonn. D.48.614; cf. καταπάλλομαι, καταπάλμενος, καταπαλτός.
German (Pape)
[Seite 1399] (s. ἅλλομαι), herab- u. darauflosspringen; vom Angriff, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il. 11, 94; νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον κῦμα Ap. Rh. 2, 583; Opp. Cyn. 3, 130. Vgl. καταπάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
κατεφάλλομαι: ἀποθ., ἐπιπηδῶ ἐναντίον τινός, ἐφορμῶ, κατεπάλμενος (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω.