σκίπων: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(13_3) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] ὁ, = σκήπτων, Stab, Stock; zuerst bei Her. 4, 172; oft mit [[σκήπων]] verwechselt, Jac. A. P. p. 198; auch [[σκίμπων]] u. [[σκίμπτων]] findet sich; lat. scipio. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] ὁ, = σκήπτων, Stab, Stock; zuerst bei Her. 4, 172; oft mit [[σκήπων]] verwechselt, Jac. A. P. p. 198; auch [[σκίμπων]] u. [[σκίμπτων]] findet sich; lat. scipio. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκίπων''': -ωνος, ὁ, ([[σκίμπτομαι]]) = [[σκῆπτρον]], «[[βακτηρία]], [[ῥάβδος]]» Ἡσύχ., Ἡρόδ. 4. 172, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Εὐρ. Ἑκ. 65, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 2, Ἀριστοφ. Σφ. 727· σκ., γεροντικὸν [[ὅπλον]] Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7. ― Ὁ [[τύπος]] [[σκίμπων]] ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἡρόδ., Εὐρ., κλπ.· [[σκήπων]] ἐν Ἀνθ. Π. 6. 293, 294., 7. 65, 89, κτλ., μνημονεύεται δὲ καὶ παρ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 127, Θεόγνωστ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 34· τὸ Λατ. κύρ. [[ὄνομα]] Scipio ἑρμηνεύεται Σκιπίων παρὰ Παυσ. 8. 30, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656b (σ. 1107), Σκιπίων ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλουτ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σελ. 358. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:17, 5 August 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, (σκίμπτομαι)
A = σκῆπτρον, staff, Hdt.4.172, E.Hec. 65 (anap.), Cratin.239, Ar.V.727; crutch, Hp.Art.52, IG42(1).121.111 (Epid., iv B.C.); σ., γεροντικὸν ὅπλον Call.Epigr.1.7, cf. Iamb. 1.134.—The form σκίμπων occurs as v.l. in Hdt. l.c., E. l.c., etc.; σκήπων v.l. in AP6.293 (Leon.), 294 (Phan.), 7.65 (Antip.), Call. Epigr.l.c., etc., recognized also by Hdn.Epim.127, Theognost.Can.34.
German (Pape)
[Seite 899] ὁ, = σκήπτων, Stab, Stock; zuerst bei Her. 4, 172; oft mit σκήπων verwechselt, Jac. A. P. p. 198; auch σκίμπων u. σκίμπτων findet sich; lat. scipio.
Greek (Liddell-Scott)
σκίπων: -ωνος, ὁ, (σκίμπτομαι) = σκῆπτρον, «βακτηρία, ῥάβδος» Ἡσύχ., Ἡρόδ. 4. 172, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Εὐρ. Ἑκ. 65, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 2, Ἀριστοφ. Σφ. 727· σκ., γεροντικὸν ὅπλον Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7. ― Ὁ τύπος σκίμπων ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἡρόδ., Εὐρ., κλπ.· σκήπων ἐν Ἀνθ. Π. 6. 293, 294., 7. 65, 89, κτλ., μνημονεύεται δὲ καὶ παρ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 127, Θεόγνωστ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 34· τὸ Λατ. κύρ. ὄνομα Scipio ἑρμηνεύεται Σκιπίων παρὰ Παυσ. 8. 30, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656b (σ. 1107), Σκιπίων ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλουτ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σελ. 358.