ἑδραῖος: Difference between revisions
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(13_6a) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0716.png Seite 716]] auch 2 End., <b class="b2">sitzend</b>; οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Xen. Lac. 1, 3; ἑδραῖοι τεχνἷται Poll. 1, 50; vgl. [[ἑδραῖος]] [[βίος]], eine sitzende Lebensweise, Crinag. 30 (XI, 42); ἑδραῖοι ἐν πόλει ἀρχαί, Aemter, bei denen man ruhig in der Stadt bleibt, Plat. Rep. III, 407 b; bes. = feststehend, fest, unbeweglich; κάθησ' ἑδρᾳία Eur. Andr. 266; ἑδραιότατον καὶ σταδαῖον [[σῶμα]] Tim. Locr. 98 e; βάσεις Plat. Tim. 59 d; Sp.; – ἑδραίως, ἐπ' ὀχυροῦ βήματος ἑστῶτες, fest, Hdn. 3, 14, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0716.png Seite 716]] auch 2 End., <b class="b2">sitzend</b>; οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Xen. Lac. 1, 3; ἑδραῖοι τεχνἷται Poll. 1, 50; vgl. [[ἑδραῖος]] [[βίος]], eine sitzende Lebensweise, Crinag. 30 (XI, 42); ἑδραῖοι ἐν πόλει ἀρχαί, Aemter, bei denen man ruhig in der Stadt bleibt, Plat. Rep. III, 407 b; bes. = feststehend, fest, unbeweglich; κάθησ' ἑδρᾳία Eur. Andr. 266; ἑδραιότατον καὶ σταδαῖον [[σῶμα]] Tim. Locr. 98 e; βάσεις Plat. Tim. 59 d; Sp.; – ἑδραίως, ἐπ' ὀχυροῦ βήματος ἑστῶτες, fest, Hdn. 3, 14, 10. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἑδραῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, «καθιστικός», ἐπὶ προσώπων ἢ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔργου αὐτῶν, ἑδραῖον [[ἔργον]], «καθιστικὴ δουλειά», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Ξεν. Λακ. 1. 3· καὶ γὰρ πρὸς οἰκονομίας καὶ πρὸς στρατείας καὶ πρὸς ἑδραίους ἐν πόλει ἀρχὰς [[δύσκολος]] Πλάτ. Πολ. 407Β· ἑδρ. [[βίος]] Ἀνθ. Π. 11. 42. 2) ἑδραία [[ῥάχις]], τοῦ ἵππου ἡ [[ῥάχις]] ἐφ’ ἧς ὁ [[ἀναβάτης]] κάθηται, Εὐρ. Ρῆσ. 783· πρβλ. [[ἕδρα]] 1, 4. ΙΙ. [[ἀσάλευτος]], [[ἀκίνητος]], [[σταθερός]], κάθησ’ ἑδραία Εὐρ. Ἀνδρ. 266· ἑδρ. βάσεις Πλάτ. Τίμ. 59D· ἑδρ. [[ὕπνος]], βαθὺς [[ὕπνος]], Ἰππ. 1180Ε· ἐπὶ σκεύους, Ἀθήν. 496Α. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:21, 5 August 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pl.R.407b, Plu.2.288d:—
A sitting, sedentary, of persons or their occupations, ἔργον Hp.Art.53; οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι X.Lac.1.3; ἑ. ἀρχαί, opp. στρατεῖαι, Pl. R.407b; ἑ. βίος AP11.42 (Crin.). 2 ἑδραία ῥάχις the horse's back on which the rider sits, E.Rh.783. II steady, steadfast, κάθησ' ἑδραία Id.Andr.266; δεῖ τὴν γυναῖκα ὥσπερ κύβον ἑδραῖον εἶναι Plu.2.288d, cf.952d; κύβος -ότατον σῶμα Ti.Locr.98c; ἑ. βάσεις Pl.Ti.59d; ἑδραιότατον στοιχεῖον εἶναι τὴν γῆν Heraclit.All.41; ὂν τὸ πάντων -ότατον Plot.6.2.8; ἑ. ὕπνος sound sleep, Hp.Epid.6.4.15; of a cup, Ath.11.496a: metaph. in Rhet., firmly based, κατάληξις Demetr.Eloc.19, cf. Longin.40.4. Adv. -αίως firmly, Ath.Mech.36.10, Hdn.3.14.5; steadily, Procl.Hyp.3.21. 2 permanently appointed, PStrassb.40.11 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 716] auch 2 End., sitzend; οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Xen. Lac. 1, 3; ἑδραῖοι τεχνἷται Poll. 1, 50; vgl. ἑδραῖος βίος, eine sitzende Lebensweise, Crinag. 30 (XI, 42); ἑδραῖοι ἐν πόλει ἀρχαί, Aemter, bei denen man ruhig in der Stadt bleibt, Plat. Rep. III, 407 b; bes. = feststehend, fest, unbeweglich; κάθησ' ἑδρᾳία Eur. Andr. 266; ἑδραιότατον καὶ σταδαῖον σῶμα Tim. Locr. 98 e; βάσεις Plat. Tim. 59 d; Sp.; – ἑδραίως, ἐπ' ὀχυροῦ βήματος ἑστῶτες, fest, Hdn. 3, 14, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδραῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, «καθιστικός», ἐπὶ προσώπων ἢ τοῦ αὐτοῦ ἔργου αὐτῶν, ἑδραῖον ἔργον, «καθιστικὴ δουλειά», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Ξεν. Λακ. 1. 3· καὶ γὰρ πρὸς οἰκονομίας καὶ πρὸς στρατείας καὶ πρὸς ἑδραίους ἐν πόλει ἀρχὰς δύσκολος Πλάτ. Πολ. 407Β· ἑδρ. βίος Ἀνθ. Π. 11. 42. 2) ἑδραία ῥάχις, τοῦ ἵππου ἡ ῥάχις ἐφ’ ἧς ὁ ἀναβάτης κάθηται, Εὐρ. Ρῆσ. 783· πρβλ. ἕδρα 1, 4. ΙΙ. ἀσάλευτος, ἀκίνητος, σταθερός, κάθησ’ ἑδραία Εὐρ. Ἀνδρ. 266· ἑδρ. βάσεις Πλάτ. Τίμ. 59D· ἑδρ. ὕπνος, βαθὺς ὕπνος, Ἰππ. 1180Ε· ἐπὶ σκεύους, Ἀθήν. 496Α.