περιδίδωμι: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(13_6b) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] (s. [[δίδωμι]]), herumgeben, herumreichen, im med. Etwas darum geben, wetten, c. gen. der Sache, die man um Etwas wetten will, δεῦρό νυν ἢ τρίποδος περιδώμεθον ήὲ λέβητος, Il. 23, 485, laß uns um einen Dreifuß od. Kessel wetten; [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, Od. 23, 78, mich selbst will ich zum Pfande geben; auch [[περί]] τινος, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, ich wette um meinen Kopf, ich setze meinen Kopf zum Pfande, Ar. Equ. 788; περίδου μοι περὶ θυμιτᾶν ἁλῶν, wette mit mir um etwas Quendelsalz, Ach. 737; u. absolut, περίδου νῦν [[ἐμοί]], εἰ μή –, Nubb. 634; vgl. noch Ach. 1080 u. Diphil. in B. A. 416. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] (s. [[δίδωμι]]), herumgeben, herumreichen, im med. Etwas darum geben, wetten, c. gen. der Sache, die man um Etwas wetten will, δεῦρό νυν ἢ τρίποδος περιδώμεθον ήὲ λέβητος, Il. 23, 485, laß uns um einen Dreifuß od. Kessel wetten; [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, Od. 23, 78, mich selbst will ich zum Pfande geben; auch [[περί]] τινος, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, ich wette um meinen Kopf, ich setze meinen Kopf zum Pfande, Ar. Equ. 788; περίδου μοι περὶ θυμιτᾶν ἁλῶν, wette mit mir um etwas Quendelsalz, Ach. 737; u. absolut, περίδου νῦν [[ἐμοί]], εἰ μή –, Nubb. 634; vgl. noch Ach. 1080 u. Diphil. in B. A. 416. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιδίδωμι''': ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω [[στοίχημα]], στοιχηματίζω, [[μετὰ]] γεν. πράγματος (δηλ. τῆς [[τιμῆς]]), τρίποδος [[περιδώμεθον]] ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν [[στοίχημα]] ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν [[ὅστις]] χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, «[[στοίχημα]] θήσομαι [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω [[στοίχημα]] ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., [[περίδου]] μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ [[ἅλας]] [[μετὰ]] θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· [[περίδου]] νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 5 August 2017
English (LSJ)
only in Med.,
A stake, wager, c. gen. pretii, τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος let us make a wager of a tripod, i.e. let us wager a tripod (to be paid by the loser), Il.23.485 ; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς I will wager myself, i.e. my life, Od.23.78 ; π. πότερον . . lay a wager whether... Ar.Ach.1115 ; περὶ τῆς κεφαλῆς περιδόσθαι Id.Eq.791 : with dat. pers. added, περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν have a wager with me for a little thyme-salt, Id.Ach.772 ; περίδου νυν ἐμοί, εἰ μὴ . . Id.Nu.644, cf. Diph.130.
German (Pape)
[Seite 572] (s. δίδωμι), herumgeben, herumreichen, im med. Etwas darum geben, wetten, c. gen. der Sache, die man um Etwas wetten will, δεῦρό νυν ἢ τρίποδος περιδώμεθον ήὲ λέβητος, Il. 23, 485, laß uns um einen Dreifuß od. Kessel wetten; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, Od. 23, 78, mich selbst will ich zum Pfande geben; auch περί τινος, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, ich wette um meinen Kopf, ich setze meinen Kopf zum Pfande, Ar. Equ. 788; περίδου μοι περὶ θυμιτᾶν ἁλῶν, wette mit mir um etwas Quendelsalz, Ach. 737; u. absolut, περίδου νῦν ἐμοί, εἰ μή –, Nubb. 634; vgl. noch Ach. 1080 u. Diphil. in B. A. 416.
Greek (Liddell-Scott)
περιδίδωμι: ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω στοίχημα, στοιχηματίζω, μετὰ γεν. πράγματος (δηλ. τῆς τιμῆς), τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν στοίχημα ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν ὅστις χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, «στοίχημα θήσομαι ὑπὲρ ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω στοίχημα ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ ἅλας μετὰ θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· περίδου νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644.