διακριδόν: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. [[ἄριστος]], = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 <b class="b2">[[διακριδόν]]</b>· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι | τῶν ἄλλων [[μετά]] γ' αὐτόν· ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων; 15. 108 φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν | κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι [[ἄριστος]] . – Herodot. 4, 53 ἰχθῦς τε ἀρίστους διακριδὸν καὶ πλείστους. – Sp.; – [[χαίτη]] δ. ἠσκημένη, gescheiteltes Haar, Luc. Am. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. [[ἄριστος]], = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 <b class="b2">[[διακριδόν]]</b>· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι | τῶν ἄλλων [[μετά]] γ' αὐτόν· ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων; 15. 108 φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν | κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι [[ἄριστος]] . – Herodot. 4, 53 ἰχθῦς τε ἀρίστους διακριδὸν καὶ πλείστους. – Sp.; – [[χαίτη]] δ. ἠσκημένη, gescheiteltes Haar, Luc. Am. 3. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διακρῐδόν''': ἐπίρρ. ([[διακρίνω]]) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν [[εἶναι]] ἄριστος, ὡς τὸ [[ἔξοχα]], Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους δ. Ἡρόδ. 4. 53· δ. ἠσκημένη [[κόμη]] Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 5 August 2017
English (LSJ)
Adv., (διακρίνω)
A eminently, δ. εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, Hdt.4.53; δ. ἠσκημένη κόμη Luc.Am.3. 2 precisely, of measurement, Nic.Th.955; in detail, A.R.4.721; distinctly, Hymn.Is.14. 3 separately, A.R. 1.567, al.; ἔνθα καὶ ἔνθα δ. Nonn.D.34.349, cf. Opp.C.2.130, Agath. 5.7; οὐ δ. without distinction, περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC5.9.
German (Pape)
[Seite 584] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. ἄριστος, = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 διακριδόν· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι
Greek (Liddell-Scott)
διακρῐδόν: ἐπίρρ. (διακρίνω) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν εἶναι ἄριστος, ὡς τὸ ἔξοχα, Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους δ. Ἡρόδ. 4. 53· δ. ἠσκημένη κόμη Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955.