ἀντιδιαίρεσις: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(a) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0251.png Seite 251]] ἡ, Gegenabtheilung, Galen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0251.png Seite 251]] ἡ, Gegenabtheilung, Galen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀντιδιαίρεσις''': -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν [[διαίρεσις]], [[ὑποδιαίρεσις]], ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς [[εἶδος]] τομὴ κατὰ [[τοὐναντίον]], ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, [[οἷον]] ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:27, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, in Logic,
A division by dichotomy, Plot.4.4.28, 6.3.10, D.L.7.61, Iamb.Myst.1.15. II in Surgery, counterincision, Paul.Aeg.4.48.
German (Pape)
[Seite 251] ἡ, Gegenabtheilung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιαίρεσις: -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν διαίρεσις, ὑποδιαίρεσις, ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον, ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, οἷον ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10.