συγκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(13_3)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0965.png Seite 965]] (s. [[λαμβάνω]]), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0965.png Seite 965]] (s. [[λαμβάνω]]), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.
}}
{{ls
|lstext='''συγκαταλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[καταλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[λαμβάνω]] καὶ [[κατέχω]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· [[καταλαμβάνω]], [[λαμβάνω]] ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ [[χωρίον]] Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) [[συμπεριλαμβάνω]], τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) [[συμπεραίνω]] ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλαμβάνω Medium diacritics: συγκαταλαμβάνω Low diacritics: συγκαταλαμβάνω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synkatalambánō Transliteration B: synkatalambanō Transliteration C: sygkatalamvano Beta Code: sugkatalamba/nw

English (LSJ)

   A seize, take possession of together, X.Cyr.4.2.42; occupy at the same time, in a military sense, τὸ χωρίον Th.7.26; τὴν πόλιν Isoc.19.19.    2 comprehend together with, τινι D.L.9.97 (Pass.).    3 take in with, τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς the air which they have taken in with their food, Diocl.Fr.141.

German (Pape)

[Seite 965] (s. λαμβάνω), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ὁμοῦ, λαμβάνω καὶ κατέχω ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· καταλαμβάνω, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ χωρίον Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) συμπεριλαμβάνω, τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) συμπεραίνω ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394.