καθυπερέχω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(c2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] = [[ὑπερέχω]]; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] = [[ὑπερέχω]]; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.
}}
{{ls
|lstext='''καθυπερέχω''': μέλλ. -ξω, εἶμαι πολὺ [[ὑπέρτερος]], [[βίος]] ἀνθρώπω τελήϊος Θεῷ μὲν λείπεται.. ἀλόγων δὲ ζῴων καθυπερέχει Εὐρυφάμου Πυθαγ. π. Βίου παρὰ Στοβ. 555. 41· τινί, ἔν τινι ἢ κατά τι, καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Πολύβ. 2. 25, 9. Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 486. 53· σπανίως μετ’ αἰτ., έξουσίαν καθ. Θεανὼ ἐν Ἐπιστ. 8. σ. 744 ἔκδ. Gal.
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπερέχω Medium diacritics: καθυπερέχω Low diacritics: καθυπερέχω Capitals: ΚΑΘΥΠΕΡΕΧΩ
Transliteration A: kathyperéchō Transliteration B: kathyperechō Transliteration C: kathyperecho Beta Code: kaqupere/xw

English (LSJ)

   A to be much superior, -έχων, opp. ἥττων, Aristeas 257: c. gen., ἀλόγων ζῴων κ. τῷ ἀρετᾶς ἐπίμοιρος ἦμεν Euryph. ap.Stob.4.39.27; τινι in or by a thing, Plb.2.25.9; γένει Callicrat. ap.Stob.4.28.18: rarely c. acc., ἐξουσίαν κ. Theano Ep.5.4: c. acc. pers. etdat. rei, τὼς ἄλλως ἀρετᾷ Diotog. ap. Stob.4.7.62:—Pass., Ps.Philol. ap.Stob.1.20.2.

German (Pape)

[Seite 1289] = ὑπερέχω; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερέχω: μέλλ. -ξω, εἶμαι πολὺ ὑπέρτερος, βίος ἀνθρώπω τελήϊος Θεῷ μὲν λείπεται.. ἀλόγων δὲ ζῴων καθυπερέχει Εὐρυφάμου Πυθαγ. π. Βίου παρὰ Στοβ. 555. 41· τινί, ἔν τινι ἢ κατά τι, καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Πολύβ. 2. 25, 9. Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 486. 53· σπανίως μετ’ αἰτ., έξουσίαν καθ. Θεανὼ ἐν Ἐπιστ. 8. σ. 744 ἔκδ. Gal.