ἑνόω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
(a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0851.png Seite 851]] vereinigen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0851.png Seite 851]] vereinigen, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἑνόω''': μέλλ. -ώσω, (ἓν) ἑνώνω, τὴν πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 8, πρβλ. Ἀρχύταν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 714, Ἑρμῆν [[αὐτόθι]] 1. 802: - ἑνοῦν τινα τῇ γῇ, θάπτειν αὐτόν, Φιλόστρ. 854: - Παθ., [[λίμνη]]... ἡ ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ Ἀθήν. 311D˙ τὰ φύσει ἡνωμένα, τὰ ἐκ φύσεως ἡνωμένα, Λογγῖνος 22. 3˙ τὰ ἡνωμένα, ὀνόματα ἢ προτάσεις καθ’ ἑνικὸν ἀριθμόν, ὁ αὐτ. 24, 1˙ (ἀόρ. ἡνώθην οὐχὶ ἡνωσάμην, ὅρα Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442, καὶ Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 71-78, [[ἔνθα]] μακρὸς γίνεται [[λόγος]] περὶ τοῦ [[ἑνόω]]).
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνόω Medium diacritics: ἑνόω Low diacritics: ενόω Capitals: ΕΝΟΩ
Transliteration A: henóō Transliteration B: henoō Transliteration C: enoo Beta Code: e(no/w

English (LSJ)

(εἷς)

   A make one, unite, λίαν τὴν πόλιν Arist.Pol.1261b10<*> τὰ ἐναντιώτατα Archyt. ap. Stob.1.41.2; τὰ πολυμιγῆ Herm. ap. eund.1.49.3; τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν Ph.1.609: ἑνοῦν τινὰ τῇ γῇ to bury him, Philostr.Im.2.29; of mixing drugs, ἀκριβῶς ἕνωσον Dsc.Eup. 1.13, cf. 1.31 (Pass.):—Pass., Ph.1.471, al., Cleom.2.1, etc.; ἡνῶσθαι τὰ πάντα Arr.Epict.1.14.2; λίμνη . . ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ Ath.7.311d; τὰ φύσει ἡνωμένα things united by nature, Longin.22.3; τὰ ἡ. propositions couched in the singular number, Id.24.1; ἡνωμένοι, opp. ἀσύντακτοι, of troops, J.BJ3.2.2; esp. in Philos., unified, τὸ μὲν ὂν ἀριθμὸς ἡνωμένος Plot.6.6.9; τὸ ἡ., = τὸ ὄν, Dam.Pr.20, cf. 68, al.

German (Pape)

[Seite 851] vereinigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνόω: μέλλ. -ώσω, (ἓν) ἑνώνω, τὴν πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 8, πρβλ. Ἀρχύταν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 714, Ἑρμῆν αὐτόθι 1. 802: - ἑνοῦν τινα τῇ γῇ, θάπτειν αὐτόν, Φιλόστρ. 854: - Παθ., λίμνη... ἡ ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ Ἀθήν. 311D˙ τὰ φύσει ἡνωμένα, τὰ ἐκ φύσεως ἡνωμένα, Λογγῖνος 22. 3˙ τὰ ἡνωμένα, ὀνόματα ἢ προτάσεις καθ’ ἑνικὸν ἀριθμόν, ὁ αὐτ. 24, 1˙ (ἀόρ. ἡνώθην οὐχὶ ἡνωσάμην, ὅρα Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442, καὶ Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 71-78, ἔνθα μακρὸς γίνεται λόγος περὶ τοῦ ἑνόω).