εὐπαρακολούθητος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(13_4)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben [[σαφήνεια]], Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben [[σαφήνεια]], Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.
}}
{{ls
|lstext='''εὐπαρᾰκολούθητος''': -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου [[ἕνεκα]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 11:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: εὐπαρακολούθητος Low diacritics: ευπαρακολούθητος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: euparakoloúthētos Transliteration B: euparakolouthētos Transliteration C: efparakoloythitos Beta Code: eu)parakolou/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to follow, of a narrative, argument, etc., Plb.4.28.6, Hero Bel.73.12, D.H.Pomp.6.2; τοῦ εὐ. ἕνεκα Arist. EN1108a19. Adv. -τως D.H.Th.37.    II Act., quick to follow, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1086] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben σαφήνεια, Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου ἕνεκα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.