ἔξεδρος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(13_5) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0875.png Seite 875]] außerhalb seines Sitzes, fern von seinem Wohnsitz, Ggstz [[ἔντοπος]], Soph. Phil. 212; ἔξεδροι χθονός Eur. I. T. 80; ἔξεδροι φρενῶν λόγοι Hipp. 935, wahnsinnige Reden; [[ὄρνις]] ἔξεδρον χώραν ἔχων Ar. Av. 275, nach dem Schol. aus Soph., so ἔξεδροι ὄρνιθες D. Cass. 37, 25; – ἔξεδρον γενόμενον ἐκ τῶν οἰκείων τόπ ων Arist. mund. 4; übertr., unpassend, nicht an seinem Orte, [[ὑπερβολή]] rhet. 3, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0875.png Seite 875]] außerhalb seines Sitzes, fern von seinem Wohnsitz, Ggstz [[ἔντοπος]], Soph. Phil. 212; ἔξεδροι χθονός Eur. I. T. 80; ἔξεδροι φρενῶν λόγοι Hipp. 935, wahnsinnige Reden; [[ὄρνις]] ἔξεδρον χώραν ἔχων Ar. Av. 275, nach dem Schol. aus Soph., so ἔξεδροι ὄρνιθες D. Cass. 37, 25; – ἔξεδρον γενόμενον ἐκ τῶν οἰκείων τόπ ων Arist. mund. 4; übertr., unpassend, nicht an seinem Orte, [[ὑπερβολή]] rhet. 3, 3. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔξεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔξω τοῦ μέρους [[ἔνθα]] διαμένει τις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔντοπος]], ὡς οὐκ [[ἔξεδρος]], ἀλλ’ [[ἔντοπος]] ἀνὴρ Σοφ. Φιλ. 212· μεταφ. = [[παράδοξος]], [[ἀλλόκοτος]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3. 2) [[μετὰ]] γεν., ἐκτός, μακρὰν ἀπό.., χθονὸς Εὐρ. Ι. Τ. 80· μεταφ., ἔξεδροι φρενῶν λόγοι, μωροί, ἀνόητοι λόγοι, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 935. ΙΙ. ἐπὶ οἰωνῶν, ἔξεδρον χώραν ἔχων, οὐχὶ εὐοίωνον, «ἐκ τῆς Σοφοκλέους δευτέρας Τυροῦς...» (Σχόλ.) Ἀριστοφ. Ὄρν. 275· ἔξεδροί τινες ὄρνιθες ἐπέπταντο Δίων Κ. 37. 25. Καθ’ Ἡσύχ. «ἔξεδρον· τὸν οὐκ αἴσιον οἰωνόν, οὐκ εὔθετον ὄρνιν, οὐκ ἐν δέοντι τὴν ἕδραν ἔχοντα». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἕδρα)
A away from home, opp. ἔντοπος, S.Ph.212 (lyr.); πνεῦμα ἔ. γενόμενον ἐκ τῶν οἰκείων τόπων Arist.Mu.395b32: metaph., strange, extravagant, Id.Rh.1406a31. 2 c. gen., out of, away from, χθονός E.IT80: metaph., ἔξεδροι φρενῶν λόγοι insensate words, Id.Hipp.935. II of birds of omen, ἔ. χώραν ἔχειν to be out of a good (i.e. in an unlucky) quarter, Ar.Av.275 (nisi leg. χρόαν cum Sch.); ἔ. ὄρνιθες D.C. 37.25.
German (Pape)
[Seite 875] außerhalb seines Sitzes, fern von seinem Wohnsitz, Ggstz ἔντοπος, Soph. Phil. 212; ἔξεδροι χθονός Eur. I. T. 80; ἔξεδροι φρενῶν λόγοι Hipp. 935, wahnsinnige Reden; ὄρνις ἔξεδρον χώραν ἔχων Ar. Av. 275, nach dem Schol. aus Soph., so ἔξεδροι ὄρνιθες D. Cass. 37, 25; – ἔξεδρον γενόμενον ἐκ τῶν οἰκείων τόπ ων Arist. mund. 4; übertr., unpassend, nicht an seinem Orte, ὑπερβολή rhet. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔξω τοῦ μέρους ἔνθα διαμένει τις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔντοπος, ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ’ ἔντοπος ἀνὴρ Σοφ. Φιλ. 212· μεταφ. = παράδοξος, ἀλλόκοτος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3. 2) μετὰ γεν., ἐκτός, μακρὰν ἀπό.., χθονὸς Εὐρ. Ι. Τ. 80· μεταφ., ἔξεδροι φρενῶν λόγοι, μωροί, ἀνόητοι λόγοι, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 935. ΙΙ. ἐπὶ οἰωνῶν, ἔξεδρον χώραν ἔχων, οὐχὶ εὐοίωνον, «ἐκ τῆς Σοφοκλέους δευτέρας Τυροῦς...» (Σχόλ.) Ἀριστοφ. Ὄρν. 275· ἔξεδροί τινες ὄρνιθες ἐπέπταντο Δίων Κ. 37. 25. Καθ’ Ἡσύχ. «ἔξεδρον· τὸν οὐκ αἴσιον οἰωνόν, οὐκ εὔθετον ὄρνιν, οὐκ ἐν δέοντι τὴν ἕδραν ἔχοντα».