λιπογνώμων: Difference between revisions
From LSJ
(a) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0051.png Seite 51]] ον, = [[λειπογνώμων]], Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0051.png Seite 51]] ον, = [[λειπογνώμων]], Hesych. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λῐπογνώμων''': -ον, ([[γνώμων]] III) [[κυρίως]] ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, [[Ἴστρος]] παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀμνός]], Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· [[καθόλου]], ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 184, Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
A v. λειπογνώμων.
German (Pape)
[Seite 51] ον, = λειπογνώμων, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπογνώμων: -ον, (γνώμων III) κυρίως ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, Ἴστρος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀμνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· καθόλου, ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, Πολυδ. Ζ΄, 184, Ἡσύχ.